Ένας δικτυακός τόπος αφιερωμένος στο χωριό μας!

Επισκέπτες
 Σήμερα : 25 
 Εχθές : 21 
 Συνολικά : 168774 
24.04.2024, 15:14 Europe/Athens
Γιορτάζουν

Το Χωριό μας » Διάφορα » Συγχωριανοί μας » Φραγκούλης Στακιάς


Φραγκούλης Στακιάς


  Από το Αρχείο Μουσικού Πολιτισμού Βορείου Αιγαίου παραθέτουμε την συνέντευξη που είχε δώσει ο Φραγκούλης Στακιάς και στην οποία αναφέρονται βιογραφικά στοιχεία του ίδιου καθώς και μνήμες από την ενασχόλησή του με την μουσική.



Βιογραφικά στοιχεία

• Τόπος γέννησης

Βασιλεώνoικο, Χίος
• Χρόνος γέννησης

1933
• Στοιχεία καταγωγής

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Βασιλεώνoικο της Χίου.
• Ιδιότητα

Ήταν επαγγελματίας μουσικός και τραγουδιστής. Παίζει ούτι και παραδίδει μαθήματα στο όργανο αυτό.

• Γονείς

Ο πατέρας του μετανάστευσε στην Αμερική στο διάστημα 1913-1929 και όταν παλιννόστησε στη Χίο παντρεύτηκε την Αγγελική Κουνέλη που καταγόταν από το χωριό Βασιλεώνοικο. Η μητέρα του πέθανε σε νεαρή ηλικία και ο Φραγκούλης Στακιάς δεν απέκτησε αδέρφια. Για τον πατέρα του ο Φραγκούλης Στακιάς αφηγείται:

Ο πατέρας μου ήτανε ποιητής. Του Δημοτικού, έκανε δεκάξι χρόνια στην Αμερική, ήξερε κι έγραφε την αμερικανική, την εγγλέζικη γλώσσα και την εμίλησε. Δούλευε εκεί εργάτης. […] Δεκάξι χρόνια ήτανε εκεί. Γεννήθηκε το 1890. Και επήγε το 1913 στην Αμερική κι ήρθε το 1929. (Τότε) παντρεύτηκε, σαράντα χρονώ, αγόρασε σπίτι, αγόρασε διάφορα, έβαλε και στην τράπεζα τότες διακόσες χιλιάδες (δραχμές), το ’29, πολλά λεφτά μια πολυκατοικία αγόραζες, ύστερα έγινε ο πόλεμος, ό,τι αγόρασε εντάξει, τ’ άλλα τα ’χασε. Αυτόν να του ’λεγες τώρα βγάλε μου ένα τραγούδι θα το ’βγαζε απευθείας. Κι εγώ το ’χω, έχω βγάλει πάρα πολλά ποιήματα, πάρα πολλά αλλά αυτά που παίζουνε στη Χίο...

• Οικογενειακή κατάσταση

Ο Φραγκούλης Στακιάς παντρεύτηκε το 1952:

Το ’52, δεκαεννιά χρονών με πάντρεψε ο πατέρας μου, δεν είχα ούτε αδερφή ούτε αδερφό. […] Πέθανε η μητέρα μου και ο πατέρας μου, με πάντρεψε εκείνος, δεκαεννιά χρονώ με πάντρεψε. Με το γιο μου το μεγάλο δεν έχω είκοσι χρόνια διαφορά.

Έχει πέντε παιδιά και πολλά εγγόνια:

Έχω και δεκατέσσερα εγγόνια, από τότε που πάντρεψα ένανε, έχω έναν […] είναι εικοσιεννιά χρονώ και είναι αρχικαπετάνιος ο κερατάς! Πολύ δυνατός. Με δεκαεννιά εικοσάρια! (βαθμολογία στο απολυτήριο Λυκείου).

Ο πατέρας του έγραφε στίχους τραγουδιών, ενώ ένας αδερφός της μητέρας του ήταν μουσικός. Η αδερφή του πατέρα του ήταν η γιαγιά της γνωστής τραγουδίστριας Άλκηστης Πρωτοψάλτη:

Σου είπα ότι η γιαγιά της Άλκηστης ήταν η αδερφή του πατέρα μου. Εγώ με τη μητέρα της Άλκηστης ήμαστε πρώτα ξαδέρφια. Και είχεν έρθει και τραγούδησε εδώ… Άρχισε να τραγουδάει κάτι άλλα πράματα, εμένα δεν μ’ αρέσουν αυτά. Δεν τα πάμε καλά μ’ αυτή τη μουσική.

Τα παιδιά του δεν ασχολήθηκαν με τη μουσική:

Τα παιδιά όχι, φώναζε η γυναίκα μου άμα πιάναν και… τα παιδιά διαβάζουν (τα μαθήματά τους), τα παιδιά διαβάζουν και τους γκρίνιαζε δεν τους άφηνε […] Ο μεγάλος μου γιος είναι ο Θόδωρος Στακιάς, ο άλλος ο Νίκος ο Στακιάς, αυτός κάνει πατώματα, παρκέ. Έχω μια που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθηγήτρια είναι Γερμανικής Φιλολογίας, Δήμητρα Στακιά.

Μόνο ένας εγγονός του ασχολήθηκε με τη μουσική.

• Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα

Το κύριο επάγγελμα του Φραγκούλη Στακιά ήταν οικοδόμος:

Εγώ δεν έζησα απ’ το όργανο, εγώ ήμουνα τόσο καλός στο όργανο κι όμως δεν καθόμουν να περιμένω το όργανο όπως κάτι φτωχαδάκια που τους έβλεπα και στεναχωριόμουνα εγώ. Και [...] πήγαμε στην οικοδομή και δούλεψα σίδερα, μπετόν αρμέ από κει πήρα και σύνταξη στο ΙΚΑ.

Ο Φραγκούλης Στακιάς είχε την δυνατότητα να συνδυάζει το επάγγελμα του οικοδόμου με το ούτι:

Κοίταξε εγώ δεν ήμουν μεροκάματο, ήμουν αργολαβίες έπαιρνα […] τα σίδερα τα ’δενα που βάζουν στο μπετό μέσα, όχι πορτοπαράθυρα. Θα δούλεψα είκοσι χρόνια στα σίδερα. Ε όποτε είχα δουλειές στα όργανα δεν πήγαινα, δεν είχα μεροκάματα να με κυνηγάνε. […] Αυτοί που περιμέναν να ζήσουν από το όργανο τους γδέρναν τους ανθρώπους. Τους τα παίρναν όλα. Τα έπαιρναν πάνω στο κέφι. Εγώ όμως δεν το είχα κύριο επάγγελμα, άσχετο πως ήμουνα ανώτερος από αυτούς.

Ο Φραγκούλης Στακιάς ασχολείται επίσης με αγροτικές εργασίες στο κτήμα του.

• Προσωπική και οικογενειακή πορεία

Ο Φραγκούλης Στακιάς θυμάται τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν όχι μόνο οι μουσικοί, αλλά όλοι οι συγχωριανοί του τον καιρό της Κατοχής των Γερμανών:

Κοίταξε στην πείνα, στην πείνα, στην Κατοχή, το ’42 θυμάμαι τον (μουσικό) Ατσίγκανο τον Γιώργη, τον εκαλέσανε με τριάντα οκάδες καρπό τον εσυμφωνήσανε. Να πάρει λεφτά, δεν τα ’παιρνε. Τι να τα κάνεις τα λεφτά παιδάκι μου; Ερχότανε απ’ τον Βροντάδο και πουλούσανε τις τρίχες τους οι γυναίκες, πουλούσανε χρυσά οι χωριάτες. Τα γραμμόφωνα είχανε δυόμισι χιλιάδες, τα βαλιτσάκια, τα γραμμόφωνα, λοιπόν, έλεγε το τραγούδι «Τα ξένα τα γραμμόφωνα τα ’χουν αριστοκράτες», πρέπει να σαι πλούσιος για να τα ’χεις. Ένα μεροκάματο είχε ο δίσκος (βινυλίου). Είχε δύο τραγούδια, ένα από δω κι ένα από κει. Με εβδομήντα οχτώ στροφές. Λοιπόν, ε [….], πώς να στο πω τώρα, πώς να το πω. Α, για τα λεφτά, επαίρνανε πολλοί γραμμόφωνα με το λάδι, κι ύστερα μετά στην πείνα, το πουλούσαν οι άνθρωποι να φάνε. Όσοι ήτανε μέσα σε πόλεις και δεν είχανε χωράφια...

Ο Φραγκούλης Στακιάς υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία το 1956-57 στο Δέλτα Φαλήρου. Εκεί έβγαλε και μία φωτογραφία που την περιγράφει:

Να ’μαι και στρατιώτης. Αερονόμος, (με μοτοσικλέτα) Χάρλεϊ Ντάβινσον. Στο Φάληρο, 28 Οκτωβρίου του 1956. Εγώ ήμουνα αστυνομικός, το κέρατο μου! Αερονόμος καλά τώρα. Στο στρατό (βρήκα την μοτοσικλέτα). Χάρλεϊ Ντάβινσον, αυτές το 1956 τις επισκευάζαμε, τις πουλούσανε δέκα χιλιάρικα. Διακόσια εβδομήντα κιλά βάρος. Στο στρατό εμένα με ρίξαν στην αστυνομία. Θητεία είκοσι πέντε μήνες υπηρέτησα στο Φάληρο, στο Δέλτα Φαλήρου. Τέλος πάντων. Περασμένα μεγαλεία!


Εκπαίδευση

• Γενικές γραμματικές γνώσεις, επίπεδο εκπαίδευσης, τυπικές & άτυπες μορφές εκπαίδευσης

Ο Φραγκούλης Στακιάς φοίτησε μέχρι το δεύτερο έτος της τότε Εμπορικής Σχολής της Χίου και αναγκάστησε να την εγκαταλείψει επειδή αρρώστησε. Η φοίτηση του συνέπεσε με τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν ακόμα πολύ δύσκολες:

Το Βασιλεώνοικο είναι πεντέμισι χιλιόμετρα απ τη Χίο. Ερχόμαστε με τα πόδια, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, μες τη βροχή και μες τα κρύα και παπούτσια δεν υπήρχανε. Και τα βάζαμε τα παπούτσια μας, τα ’χαμε στον ώμο, πηγαίναμε στο σχολείο κι άμα σχολούσαμε τα βγάζαμε πάλι γιατί άμα χαλούσανε - τότε ήταν η απελευθέρωση - δεν είχαμε παπούτσια, τί να σου κάνει; Δεν υπήρχαν (χρήματα), γι’ αυτό σου λέω, αλλά είχαμε μνήμη καλή. Του Ισοκράτη λόγια έχετε μάθει; Δεν έχετε μάθει. Λοιπόν τα αγόρασα φθαρμένο βιβλιαράκι πέντε οκάδες σιτάρι. Δεν κυκλοφορούσαν λεφτά τότες. Λοιπόν είμαι 73 χρονών, δεν είμαι παιδάκι. Λοιπόν μ’ άρεζε, μ’ άρεζε διότι αυτά που έλεγε ο Ισοκράτης τα έγραφε, ενώ ο Σωκράτης δεν ήγραφε, τα γράφανε άλλοι.... [...] Δευτέρα Εμπορικής κι έφυγα. Αρρώστησα τότες με την ιλαρά κι έχασα το σχολειό μου. Γιατί τότες εγώ μοναχοπαίδι ήμουνα και οι γονείς μου δεν έπαιρναν γιατρούς, μόνο ήρθαν οι γειτόνισσες και λέγανε ζεστά, σαν να αρχίζει την ιλαρά, σαν ν’ αρχίζει την ιλαρά κι εγώ κόντεψα να πεθάνω.

• Μουσική παιδεία

Στα μέσα της δεκαετίας του 1940 ο Φραγκούλης Στακιάς διδάχτηκε ούτι και έλαβε τις πρώτες θεωρητικές γνώσεις μουσικής από τον δάσκαλο Αργύριο Φιλίππου που καταγόταν από τη «Μερσίνα» της Μικράς Ασίας και ήρθε ως πρόσφυγας στη Χίο:

Είχα δάσκαλο, τριάντα μαθητές και ήμουνα μονάχος μου. Είναι δύσκολο το ούτι δεν είναι εύκολο. Παίζεις βυζαντινή μουσική στο ούτι. Το ούτι και το βιολί και το κανόνι ας πούμε, και ότι έχει μόρια. Έχει μόρια η βυζαντινή μουσική, έχει δέκατα του τόνου, ενώ η μουσική έχει δίεση, ύφεση. Παίρνει διέσεις και υφέσεις, δηλαδή μισή φωνή απάνω μισή κάτω, δεν έχει δέκατα. Κι επειδής έχει τάστα, στην κιθάρα σου έχει τάστα, στο μπουζούκι - καλά δεν έχει σ’ όλα τάστα αλλά εν πάσει περιπτώσει. Καμιά φορά, άμα λέει κανείς καμιανού που δεν καταλαβαίνει, λέει μπουζούκι είσαι αδερφέ μου; Λοιπόν, έχει τάστα. Τα τάστα αν πατήσεις μες τα τάστα θα βγει ή ημιτόνιο ή τόνος. Ενώ το ούτι είναι τυφλό, δεν έχει τάστα. Δεν είναι όπως το βιολί, με πόντους πηδάς τα δάχτυλά σου και αλλάζει η φορά, αλλάζει. Τότες ήτανε δύσκολα. Τότες έπρεπε να περάσεις… Λοιπόν αυτά πρέπει να τα κουρδίζεις, ενώ αυτά είναι τυφλά όργανα και μόνα τους κάνουν τη δουλειά τους. Εν πάσει περιπτώσει.

Ο δάσκαλός του Αργύριος Φιλίππου

...έμενε εδώ. Αυτός έφερε και το ούτι εδώ. Εδώ δεν το ξέρανε. Γιατί αυτά ήταν μικρασιάτικα.

Ο Φραγκούλης Στακιάς συνέχισε να εμπλουτίζει το ρεπερτόριό του, ιδιαίτερα με τα επονομαζόμενα ‘ευρωπαϊκά’ κομμάτια, που τα διάβαζε από παρτιτούρες:

Τότες για να γράψεις και να διαβάσεις δεν υπήρχαν μαγνητόφωνα τότε. Δεν υπήρχανε, υπήρχανε γραμμένα, έπρεπε να διαβάσεις για να τα μάθεις. Α!, Θυμάμαι τα ξενύχτια που έριχνα για «Τα κύματα του Δουνάβεως», το βαλς, Κομπαρσίτα, ταγκό..., δεν έχει λόγια... Δηλαδή αυτά τα διάβαζες για να τα μάθεις. Κατάλαβες κόρη μου; Όχι τώρα όπως τα μαγνητόφωνα κι όποιον πάρει ο χάρος, κι αρχινάνε με το ένα τραγούδι και τελειώνουνε με μια αυτή του τραγουδιού με μια λέξη αρχινούνε και τελειώνουνε με την ίδια λέξη. Δεν είναι τώρα πια αυτή μουσική αυτή. Δεν είναι αυτή μουσική. Εκείνοι που δεν ήξεραν να διαβάζουν (τα μάθαιναν ακούγοντάς τα), όπως τώρα. [...] Τα κουπανιαμιέντα (ακομπανιαμέντα), είναι «αρμονίες» και αυτά, τα ξέρεις αυτά. Συνοδεύουν, αλλά πρέπει… Κοίταξε, λες για να φτιάξω μια «αρμονία» παίρνουμε πέντε φορές τη νότα που θα μας δοθεί η πρώτη, η τρίτη και η πέμπτη αφωνία αποτελούν την «αρμονία», δηλαδή: Αρχίζουμε με Ντο ματζόρε Ντο, Μι φυσικό Σολ. Εάν γίνει Ντο μινόρε τη μαθαίνει μεσαία φωνή. Θα γίνει Ντο, Μι,.... Σολ, Ντο, ναι. Ή τον βλέπω να παίζει με Ντο ματζόρε κι ύστερα να γυρίζει με Ρε ματζόρε κι εσύ να χτυπάς με Ντο ματζόρε; Θα γυρίσεις κι εσύ στο Ρε, Ρε, Φα, Λα, θα πιάσεις.

• Μουσική μαθητεία

Ο Φραγκούλης Στακιάς διδάχτηκε ούτι από τον μικρασιατικής καταγωγής μουσικοδιδάσκαλο Αργύριο Φιλίππου που είχε εγκατασταθεί ως πρόσφυγας στη Χίο:

Είχα δάσκαλο, τριάντα μαθητές και ήμουνα μονάχος μου. Είναι δύσκολο το ούτι δεν είναι εύκολο...

Ξεκίνησε να παίζει ούτι το 1947, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών:

Απευθείας, τάκα, τάκα, τάκα , αφού ο δάσκαλός μου τα ’χασε. Τον είχα, βγήκα πάνω απ’ τον δάσκαλο μέσα σε τρεις μήνες ο δάσκαλος πήγε πάσο, με φοβήθηκε. Τα χέρια μου ‘πήζανε’ πάνω στο όργανο.


Ενασχόληση με τη μουσική

• Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα)

Ο Φραγκούλης Στακιάς έπαιζε συχνά μόνος του ούτι, σε γλέντια και διασκεδάσεις:

Εγώ έχω κάνει χορούς να σου πω μονάχος μου. Μονάχος μου χωρίς άλλα όργανα μαζί, με το ούτι μου. Το ούτι μπορεί να βγάλει χορούς. [...] Πολλές φορές είχα παίξει μόνος μου, πάρα πολλές φορές, πολλές φορές! Το ούτι μπορεί να διασκεδάσει μια παρέα μονάχο του, χωρίς άλλα όργανα. Έπαιζα (και με άλλα άτομα), αλλά πρέπει να ομολογήσω είναι ένα δύσκολο όργανο, φτάνει άμα ξέρεις και παίζεις ούτι μονάχος σου μπορείς να βγάλεις μια διασκέδαση καλή. Σου ’πα 120 άτομα στο «Βράχο» (στην Αθήνα), ανάμεσα στα Μελίσσια και εκάμαν το σταυρό τους μέχρι το πρωί τους γλέντησα, με το ούτι.

Παράλληλα τραγουδούσε:

Αμέ, τραγουδούσα κιόλας. Βέβαια, τραγουδούσα και καλά.

Ο Φραγκούλης Στακιάς αναφέρει κάποιους Χιώτες μουσικούς με τους οποίους συνεργάστηκε:

Στη Χίο ήτανε ο Πολίτης ο Θοδωρής, ο οποίος ήτανε τέσσερα χρόνια αριστούχος στο Ωδείο Αθηνών. Βιολί. Ο Ζερβούδης βιολί, ο Μιναμπάλης ο οποίος κι αυτός είχενε πάρει δίπλωμα δημοδιδασκάλου. Ε, έχουν πεθάνει τώρα αυτοί οι άνθρωποι, κι εγώ τους σκέφτομαι και δεν μπορώ να παίξω. Το ούτι επειδής είναι όργανο μπάσο και πρέπει να είναι μάστορας ο άλλος που θα παίξει μαζί σου. Διότι το ούτι πρέπει να παίζει «ρεσπόρτ». «Ρεσπόρτ» δεν το κατάλαβες, δηλαδή να πάει μια τετράδα κάτω, μια τετάρτη θα παίζουμε το τραγούδι από Ντο ματζόρε και αυτός θα το παίξει από Σολ ματζόρε για να ’μαστενε μαζί. Να ακούγεται το ούτι η φωνή την οποία έχει, αν το τραβήξω στη διαπασών, Λα με Λα, τότες χάνει την αξία του αυτό το πράγμα, το ούτι τώρα χάνεται διότι και ράδιο τώρα που βλέπω παίζουνε κιθάρα, δεν το κουρδίζουν, δεν κουρδίζεται το ούτι... [...] Λίγοι ήταν οι καλοί μουσικοί. Ε, είπα τον Πολίτη, είπα τον Ζερβούδη είπα έναν Παντελή Φιστέ, το σαντούρι, εεεε, αυτόν τον Μιναμπάλη τον Κώστα. Εε, αυτοί έχουν πεθάνει. Καλοί, μιλούμε για καλούς, δε μιλάμε για ...της οκάς!

Συνεργάστηκε επίσης με γυναίκες τραγουδίστριες αλλά δεν ανέφερε ονόματα:

Έτυχε με κάνα-δυο-τρεις αλλά δεν ξέρουν που παν’ τα τέσσερα! Κάτι φαλτσαρίσματα, που δεν ’ξέραν που πάνε τα τέσσερα. Εδώ που γυρίζανε, ανάμεσα στις παρέες. Δε βαριέσαι περάσαν τα χρόνια αυτά, βέβαια, δεν ξεχνιόνται, αλλά αρχινάς και τα βαριέσαι.

Για τον ανταγωνισμό μεταξύ των μουσικών συγκροτημάτων στα πανηγύρια, ο Φραγκούλης Στακιάς αναφέρει χαρακτηριστικά:

Τότες δεν υπήρχανε μικρόφωνα κλαρίνα πολύ, για να ακούγεται, γιατί τότες παίζαμε δυο ζυγιές, δυο ζυγιές, δυο παρέες όργανα, στο πανηγύρι. Και... η μια ήταν από τη μια άκρη του πανηγυριού κι άλλη από την άλλη. Έβλεπες τώρα να παίζει ταγκό η παρέα η δικιά μου, ούτι, κλαρίνο, σαντούρι, βιολί. Μετά έβλεπες ερχότανε με συρτό από την άλλη παρέα κι ερχότανε εδώ που παίζαμε εμείς ταγκό, και να ’ρχουνταν με συρτό, έμπαιναν μέσα στην πίστα. Η μια ζυγιά ήταν στη μια μεριά κι άλλη στην άλλη. Στην πλατεία, πλατεία. Μεγάλη πλατεία. Σου λέω εκεί είχε το γούστο να χορεύεις συρτό και να ’ρθεις στην άλλη πλευρά και ν’ ακούς ταγκό.

Τα τελευταία χρόνια ο Φραγκούλης Στακιάς παραδίδει και μαθήματα στο ούτι:

Τις κοπέλες τώρα τις διδάσκω μαθήματα.

• Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει

Ο Φραγκούλης Στακιάς έπαιζε τακτικά σε διασκεδάσεις στη Χίο, καθώς και σε χορούς των συλλόγων:

Με παίρνανε στα πάρτι. Και τώρα με καλούνε, και τώρα με καλούνε. Έχει ένα σύλλογο εδώ το Δημαρχείο και με καλούνε άμα θέλω να παίξω, αλλά εγώ δεν παίζω πια. Έχω κάνει πάρα πολλούς χορούς σε πάρτι. Σε πάρτι. Μαζευότανε κοπέλες και παιδιά και χορεύανε σε πάρτι. Έχω παίξει και σε πανηγύρια. Ναι και εκεί δούλευαν τα ευρωπαϊκά . Αααχ ξέρεις πόσα ευρωπαϊκά ξέρω; Πόσα ταγκό ξέρω; […] Όποιον Άγιο έχει το κάθε χωριό, κάνει και το πανηγύρι. Σε γάμους, σε ονομασίες (ονομαστικές εορτές)… Ναι ναι, με φωνάζαν.
Έπαιζε επίσης σε αρραβώνες και σε γαμήλια γλέντια: «Αυτοί που ’κάναν το χορό (με καλούσαν) ή αυτοί που ’κάναν την αρραβώνα, ή αυτοί που κάνανε το γάμο.

• Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός

Ο Φραγκούλης Στακιάς αναφέρει ότι έπαιξε ούτι στον κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό στην Αθήνα, ενώ έχει ηχογραφηθεί και σε τηλεοπτικό σταθμό της Χίου:

Στην Αθήνα που ’χω πάει, πήγα κι έπαιξα και στην Αθήνα. Έμεινα καιρό, για ένα χρόνο πήγα. Για ένα μήνα πήγα κι έμεινα… Και τότε ήτανε ο συχωρεμένος ο Πανούτσος, τραγουδιστής. Αυτός που έπαιζε στο ραδιοφωνικό σταθμό, ε και μας γνώρισε ο Πανούτσος ο τραγουδιστής στην Αθήνα και με έστειλε στον ραδιοφωνικό σταθμό να πάω να παίξω. Στης Δευτέρας στον κρατικό. Και πήγα και ήτανε μια παρά είκοσι και είχανε εκπομπή ο Σίμων ο Καρράς. Και μου λέει θα ’ρθεις αύριο σε παρακαλώ πάρα πολύ - είχα βγάλει εισιτήριο για Χίο. Ε ήμουνα στο βαπόρι κι όπου φύγει εγώ είχα βγάλει εισιτήριο, πήγα μια φορά και καθόμουν ένα μήνα στην Αθήνα. Έφυγα.
Έχω ηχογραφήσει σε τηλεοράσεις. Στην «Αλήθεια» («TV Aλήθεια», τοπικός τηλεοπτικός σταθμός της Χίου) είχα, τώρα μου τις χάσανε. Παλιά. Τον καιρό που έπαιζα. Το ούτι μου το έδωσε ο Δήμος Καμποχώρου, διότι εγώ τα παράτησα, σκέπασα και το ούτι μου και δεν ήθελα άλλο. Αλλά αυτοί δεν θέλανε να χαθεί το ούτι και πήγανε και με στείλανε απ’ την (;) και μου φέραν ένα ούτι κι από τότες παίζω. Δώρο, δώρο, ο Δήμος Καμποχώρου.

• Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα

Ο Φραγκούλης Στακιάς τονίζει τις δυσκολίες που έχει στο παίξιμο του ούτι σε σύγκριση με παρεμφερή μουσικά όργανα:

Είναι δύσκολο το ούτι, δεν είναι εύκολο. Παίζεις βυζαντινή μουσική στο ούτι. Το ούτι και το βιολί και το κανόνι ας πούμε, και ότι έχει μόρια. Έχει μόρια η βυζαντινή μουσική, έχει δέκατα του τόνου, ενώ η μουσική έχει δίεση, ύφεση. Παίρνει διέσεις και υφέσεις, δηλαδή μισή φωνή απάνω μισή κάτω, δεν έχει δέκατα Κι επειδής έχει τάστα, στην κιθάρα σου έχει τάστα στο μπουζούκι - καλά δεν έχει σ’ όλα τάστα - αλλά εν πάσει περιπτώσει. Καμιά φορά, άμα λέει κανείς καμιανού που δεν καταλαβαίνει, λέει μπουζούκι είσαι αδερφέ μου; Λοιπόν, έχει τάστα. Τα τάστα αν πατήσεις μες τα τάστα θα βγει ή ημιτόνιο ή τόνος. Ενώ το ούτι είναι τυφλό, δεν έχει τάστα. Δεν είναι όπως το βιολί με πόντους πηδάς τα δάχτυλά σου και αλλάζει η φορά, αλλάζει... Λοιπόν αυτά πρέπει να τα κουρδίζεις, ενώ αυτά είναι τυφλά όργανα και μόνα τους κάνουν τη δουλειά τους.

Επιπλέον το ούτι απαιτεί καλή γνώση και δεξιοτεχνία όταν συνδυάζεται με άλλα όργανα:

Το ούτι επειδής είναι όργανο μπάσο και πρέπει να είναι μάστορας ο άλλος που θα παίξει μαζί σου. Διότι το ούτι πρέπει να παίζει «ρεσπόρτ». «Ρεσπόρτ» δεν το κατάλαβες, δηλαδή να πάει μια τετράδα κάτω, μια τετάρτη θα παίζουμε το τραγούδι από Ντο ματζόρε και αυτός θα το παίξει από Σολ ματζόρε για να ’μαστενε μαζί. Να ακούγεται το ούτι η φωνή την οποία έχει, αν το τραβήξω στη διαπασών, Λα με Λα, τότες χάνει την αξία του αυτό το πράγμα, το ούτι τώρα χάνεται διότι και ράδιο τώρα που βλέπω παίζουνε κιθάρα, δεν το κουρδίζουν, δεν κουρδίζεται το ούτι.

Ο Φραγκούλης Στακιάς αναφέρει ένα οργανοποιείο στον Πειραιά που κατασκευάζει ούτια:

Οι Αρμεναίοι τα φτιάχνανε στον Πειραιά, είναι πανάκριβα να κάνεις ένα ούτι. Έχει στην Τουρκία, αρχινάνε από 150 ευρώ και φτάνουν τα 1.200. Αλλά για να παραγγείλει στην «Αριντέλ» στον Περαία που φτιάχνουνε, που φτιάχνουνε οι Αρμεναίοι, ο Τσακιργιάν θέλει 2.400 ευρώ για το πάρεις και θα σου πει θα περιμένεις και δυο μήνες για να σ’ το φτιάξουν. Διότι το ούτι μπαίνει σε καλούπι. Θέλει καλούπι και μπαίνουνε ντούγιες, ντούγιες, μια από ’δω και μια από ’κει, έχει δουλειά πάνω τους στο δίσκο.

Το πρώτο ούτι του το απέκτησε σε μικρή ηλικία και του το παραχώρησε ένας θείος του:

Κάποιος θείος μου, μου το ’φερε. Το ’χεν αγοράσει δυόμισι χιλιάδες (δραχμές) το 1933 που γεννήθηκα εγώ. Το ούτι το πήρε από τον Πειραιά. Δυόμισι χιλιάδες, για πάρα πολύ ωραίο, ένα πολύ ωραίο πράμα! Έπρεπε το ’33 για να βγάλεις ένα χιλιάρικο του Γεωργίου - μια κόκκινη γραμμή - έπρεπε να δουλεύεις ένα μήνα από ήλιο σε ήλιο, όχι οχτάωρο, από ήλιο μέχρι ήλιο να δουλέψεις για να πάρεις χίλιες δραχμές. Δηλαδή έπρεπε να δουλεύεις δυόμισι μήνες για να πάρεις το ούτι. Ο μπάρμπας μου που δεν έμαθε, ξόδεψε άλλα δυόμισι χιλιάρικα από πάνω μαθήματα και το αποτέλεσμα ήτανε δεν έμαθε και πήγα και τον έπιασα εγώ και προχώρησα εγώ με λίγα μαθήματα.

Το τελευταίο ούτι που απέκτησε του το έκανε δώρο ο Δήμος Καμποχώρου Χίου:

Έχω ηχογραφήσει σε τηλεοράσεις. Στην «Αλήθεια» («TV Aλήθεια», τοπικός τηλεοπτικός σταθμός της Χίου) είχα, τώρα μου τις χάσανε. Παλιά. Τον καιρό που έπαιζα. Το ούτι μου το έδωσε ο Δήμος Καμποχώρου, διότι εγώ τα παράτησα, σκέπασα και το ούτι μου και δεν ήθελα άλλο. Αλλά αυτοί δεν θέλανε να χαθεί το ούτι και πήγανε και με στείλανε απ’ την (;) και μου φέραν ένα ούτι κι από τότες παίζω. Δώρο, δώρο, ο Δήμος Καμποχώρου.

• Τοπικές δράσεις

Ο Φραγκούλης Στακιάς έπαιζε ούτι σε διασκεδάσεις, σε ονομαστικές εορτές, σε γαμήλια γλέντια καθώς και σε πανηγύρια της Χίου:

Με παίρνανε στα πάρτι. Και τώρα με καλούνε, και τώρα με καλούνε. Έχει ένα σύλλογο εδώ το Δημαρχείο και με καλούνε άμα θέλω να παίξω, αλλά εγώ δεν παίζω πια. Έχω κάνει πάρα πολλούς χορούς σε πάρτι. Σε πάρτι. Μαζευότανε κοπέλες και παιδιά και χορεύανε σε πάρτι. Έχω παίξει και σε πανηγύρια. Ναι και εκεί δούλευαν τα ευρωπαϊκά. Αααχ ξέρεις πόσα ευρωπαϊκά ξέρω; Πόσα ταγκό ξέρω; […] Όποιον Άγιο έχει το κάθε χωριό, κάνει και το πανηγύρι. Σε γάμους, σε ονομασίες (ονομαστικές εορτές)… Ναι ναι, με φωνάζαν. [...] Αυτοί που ’κάναν το χορό (με καλούσαν) ή αυτοί που ’κάναν την αρραβώνα, ή αυτοί που κάνανε το γάμο.

• Υπερτοπικές δράσεις

Ο Φραγκούλης Στακιάς έπαιξε ούτι στο νυχτερινό κέντρο «Βράχος» στην Αθήνα, καθώς και στον Κρατικό Ραδιοφωνικό Σταθμό:

Πήγα μια φορά στην Αθήνα, ανάμεσα Μαρούσι και Μελίσσια. Είχανε εκεί πάνω, βγάζανε κινηματογραφικές ταινίες. Ήτανε 120 άτομα, ήτανε τρεις Κύπριοι το είχανε το μαγαζί και ήβγαλα τα εκατόν είκοσι άτομα χορό μέχρι το πρωί. Μόνος μου. «Βράχος» λεγόταν το μαγαζί. Παλιά, πάνε τώρα 34 χρόνια που έχει γίνει αυτή η δουλειά. Δεν μπορώ και τώρα με καλούνε, και τώρα με καλούνε.
Στην Αθήνα που ’χω πάει, πήγα κι έπαιξα και στην Αθήνα. Έμεινα καιρό, για ένα χρόνο πήγα. Για ένα μήνα πήγα κι έμεινα… Και τότε ήτανε ο συχωρεμένος ο Πανούτσος, τραγουδιστής. Αυτός που έπαιζε στο ραδιοφωνικό σταθμό, ε και μας γνώρισε ο Πανούτσος ο τραγουδιστής στην Αθήνα και με έστειλε στον ραδιοφωνικό σταθμό να πάω να παίξω. Στης Δευτέρας στον κρατικό. Και πήγα και ήτανε μια παρά είκοσι και είχανε εκπομπή ο Σίμων ο Καρράς. Και μου λέει θα ’ρθεις αύριο σε παρακαλώ πάρα πολύ - είχα βγάλει εισιτήριο για Χίο. Ε ήμουνα στο βαπόρι κι όπου φύγει εγώ είχα βγάλει εισιτήριο, πήγα μια φορά και καθόμουν ένα μήνα στην Αθήνα. Έφυγα.

• Ηγετικές προσωπικότητες - ρόλοι στο πεδίο της μουσικής επιτέλεσης

Ο Φραγκούλης Στακιάς αναφέρει ότι συνήθως ηγετικό ρόλο στη μουσική επιτέλεση μέσα στην κομπανία έπαιζε το κλαρίνο:

Αυτός που είχε τον πρώτο λόγο (στις κομπανίες) το είχε αυτός που είχε το κλαρίνο. Ομολογούμαι ότι αυτός παίζει και εσύ ακολουθάς. Τότε φώναζε (το κλαρίνο). Αφού είναι το πρίμο όργανο έχει δυνατό ήχο.

• Αυτοαξιολόγηση

Ο Φραγκούλης Στακιάς αναγνωρίζει ότι έχει μεγάλη δεξιοτεχνία στο ούτι και παρ’ όλα αυτά ομολογεί ότι οι συνθήκες δεν επέτρεπαν να αρκεστεί στην επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική για το βιοπορισμό του:

Εγώ δεν έζησα απ το όργανο, εγώ ήμουνα τόσο καλός στο όργανο κι όμως δεν καθόμουν να περιμένω το όργανο όπως κάτι φτωχαδάκια που τους έβλεπα και στεναχωριόμουνα εγώ. Και πήγαμε στην οικοδομή και δούλεψα σίδερα μπετόν αρμέ από κει πήρα και σύνταξη στο ΙΚΑ. [...] Αυτοί που περιμέναν να ζήσουν από το όργανο τους γδέρναν τους ανθρώπους. Τους τα παίρναν όλα. Τα έπαιρνε πάνω στο κέφι. Εγώ όμως δεν το είχα κύριο επάγγελμα, άσχετο πως ήμουνα ανώτερος από αυτούς.

Σύμφωνα με τον ίδιο, το ταλέντο του αποκαλύφθηκε από την αρχή της μαθητείας του κοντά στον μουσικοδιδάσκαλο Αργύριο Φιλίππου στη Χίο:

Απευθείας, τάκα, τάκα, τάκα, αφού ο δάσκαλός μου τα ’χασε. Τον είχα, βγήκα πάνω απ’ τον δάσκαλο μέσα σε τρεις μήνες ο δάσκαλος πήγε πάσο, με φοβήθηκε. Τα χέρια μου ‘πήζανε’ πάνω στο όργανο.

Παράλληλα με το ούτι ο Φραγκούλης Στακιάς τραγουδούσε:

Αμέ, τραγουδούσα κιόλας. Βέβαια, τραγουδούσα και καλά.

• Ρεπερτόριο

Ο Φραγκούλης Στακιάς παίζει στο ούτι τους παραδοσιακούς σκοπούς και χορούς της Χίου, μεταξύ των οποίων πολλοί έχουν μικρασιατική προέλευση:

Κοίταξε να δεις υπάρχουν κλασικοί συρτοί, υπάρχει ο «Πολίτικος», υπάρχει ο «Συλιβριανός», υπάρχει ο «Αζιζιέν», υπάρχει ο «Παλιός Ποταμός» ο οποίος είναι χωρίς λόγια. Με όργανα, χωρίς λόγια, αυτός είναι αργός συρτός. [...] Ο «Πολίτικος» είναι Ντο ματζόρε, ο χορός που τους βάζουν στους γάμους αυτούς, της νύφης, υπάρχει και ο «Συλιβριανός», κι αυτός αρχινάει Ρε ματζόρε. (Τραγουδάει:) Ρε, Φα, Σολ, Φα, Φα, Μι, Φα, Μι, Ντο, Ρε, Μι Φα, Σολ, Σολ, Φα, Σολ, Ρε. Μι. Φα, Σολ. Έχουμε βάλει κάτι λόγια και λέμε «Έχεις δυο μαύρα μάτια και μεγάλα ζαχαροζυμωμένα με το γάλα αμάν γιάλα», «Συλιβριανός». Ο «Αζιζιέν», αυτά είναι κλασικοί χοροί παλιοί, όπως τα ζεϊμπέκικα, ο «Απτάλικος» χωρίς λόγια. Τον «Απτάλικο» τον έχετε ακούσει καθόλου; Είναι γρήγορο. Στους γάμους επαίζαν τότες ήτανε παιδί μου μοντέλο, Ρούμπα. Τα χορεύανε. Παρέα, σαν Καρσιλαμάς είναι η Ρούμπα, ήτανε απέναντι είναι και πάνε μια από δω μια από κει και κουνιούνται. Το ’50 δούλευενε πολύ το ευρωπαϊκό […]. Υπήρχενε και ο γρήγορος Συρτός ο οποίος ελεγότανε «Σπάγκος», «Ο σπάγκος». Ήταν γρήγορος Συρτός. Ααα ο «Απτάλικος» ένα γρήγορο ζεϊμπέκικο, τα εννιά όγδοα, και ούτω καθεξής. Τέλος πάντων, αυτά τα ’χω μαστίχα.

Ο Φραγκούλης Στακιάς θυμάται τους στίχους πολλών τραγουδιών. Κατά την διάρκεια της συνέντευξης τραγούδησε αρκετά, και ανέφερε παραλλαγές στους στίχους του ίδιου τραγουδιού. Τα λόγια τα τροποποιούσαν οι ίδιοι οι μουσικοί:

Και του κάνεις κόνξες και καπρίτσια / και αφού το παιδεύεις και το κοροϊδεύεις / άσ’ τα τα ψου ψου ψου, τα πίτσι πίτσι / αφού το παιδεύεις και το κοροϊδεύεις / μην πειράζεις, φίλε το κορίτσι / φτάνει πια μας πήρανε χαμπάρι / άσε κάποιος άλλος να το πάρει». Το άλλο « Αϊ αϊ αϊ αϊ Μαρία, Μαρία μου Μαρία / κούκλα είσαι σωστή και μάνα στην κοκεταρία / με τις γλυκιές σου τις ματιές, βόμβες είναι ατομικές που ανάβουνε φωτιές / ανάψου πια πολιτική να μην σε ρίξουνε ξανά στη φυλακή / αϊ αϊ αϊ Μαρία πήγαινε στον καρχαρία / με την πρώτη σου βουτιά θα σε κάνει μια μπουκιά, θα γλιτώσει η γειτονιά». «Τρεις μάγκες ήμαστε», το ξέρετε αυτό; (Τραγουδάει): «Τρεις μάγκες ήμαστε κι οι τρεις αδέρφια / για μας είναι η ζωή γεμάτη ντέρτια». Το «Άστα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα», δεν το ‘χεις ακούσει καθόλου; «Άστα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα», βαλς, «Παντού το όνομα σου ακούω μακριά σου / Μαρία της νύχτας τ’ αγέρι γλυκά το προφέρει Μαρία.
Το «από ξένο τόπο κι από αλαργινό», το ’χετε ακούσει το συρτό; Τώρα το λεν’ «Από ξένο τόπο κι από μακρινό». «Απ’ αλαργινό» είναι το γνήσιό του, μικρασιάτικος σκοπός: «Από ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό, από ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό ταραριραρα, γνώρισα κορίτσι φως μου δεκαοχτώ χρονών», ταραριραμ, μικρασιάτικοι. Όπως το «Τι σε μέλει εσένανε από πού ’μαι εγώ». Τραγουδάει αυτή η Γλυκερία. Αα, «Έχασα μαντήλι μ’ εκατό φλουριά», μικρασιάτικα συρτά: «Έχασα μαντήλι μ’ εκατό φλουριά / μου ’παν ότι το βρε μια Μπουρνοβαλιά / μου ’παν ότι το βρε μια Μπουρνοβαλιά / και πήγα και τη ρώτησα πού είναι το μαντήλι της εζήτησα / δω’ μου το μαντήλι κράτα τα φλουριά / το ‘χω στη ζωή μου για παρηγοριά». Είναι μικρασιάτικοι συρτοί. Υπάρχουνε και χασαποσέρβικα, όπως είναι ο «Γαλατάς», Μικρασιάτικος είναι: «Στον Γαλατά ψιλή βροχή, και στα Τατάβια μπόρα» -χασαποσέρβικο- «βασίλισσα των κοριτσιών είναι η μαυροφόρα / έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε, όνειρο ήτανε τα λησμονήσαμε / στο Γαλατά θα πιω κρασί, στο Πέρα θα μεθύσω και μέσα στο Γεντί Κουλέ κοπέλα θ’ αγαπήσω / Γεντί Κουλέ και Θαραπιά, Τατάβια και Ληχώρι αυτά τα τέσσερα χωριά μορφαίνουνε την Πόλη» - την Κωνσταντινούπολη δηλαδή. Ίσαμε το βράδυ να λέω δεν θα σταματήσω». «Άιντε Μανταλιώ και Μανταλένα» -καρσιλαμάς είναι αυτό- «τί έχει ο άντρας σου με μένα / πονηριές σου μαγειρεύει κι όλο στα ρηχά ψαρεύει». Σου ’πα δε τελειώνω τώρα να λέω. [...]
«O Ναύτης», κι αυτό ωραία λόγια. Λέει: «Φιλώντας της μανούλας του το χέρι» - έχει ωραία τραγούδια αυτά δεν ήτανε σαν τα σημερινά - «Φιλώντας της μανούλας του το χέρι ταραραραμ παμπαμπαμ» - βαλς- «Να της χαρίσω τα γλυκά τα χείλια / με όνειρα μες την καρδιά του χίλια ξεκίνησε ο ναύτης γι’ άλλα μέρη / στο καλό έχε γεια ψιθυρίζει η μανούλα στο ναύτη / στο καλό κι η γλυκιά Παναγιά να σε φέρει κοντά μας και πάλι κοντά / να ’σαι πάντα καλά λέει η καλή του και κλαίει σιγά / Η ξενιτιά τον πλάνεψε δυο χρόνια και στο νησί δεν έστειλε ένα γράμμα / στης μάνας τα μαλλιά πέσανε χιόνια και έσβησε η καλή του μες το κλάμα / μα γιατί, μα γιατί δε γυρίζει ξανά στο νησί / Της χαράς να διαχύσουν τραγούδια ν’ ανθίσουν λουλούδια ελπίδας / γύρνα στο νησί τη μανούλα σου αν θέλεις να δεις». Είχανε λόγια που αξίζανε, ήτανε ωραία λόγια. Με νόημα. Εδώ όταν σκεφτώ την Αγιά Μαρκέλλα, κι έλεγε: «Στην Αγιά Μαρκέλλα μες τον ποταμό» - Συρτός - «γνώρισα κοπέλα δεκαοχτώ χρονών». Τώρα είχανε γυρίσει άλλα λόγια, και λέγανε: «Στην Αγιά Μαρκέλλα κίνησα να βρω κείνο το κορίτσι με το χρυσό σταυρό / που ’χε μαύρα μάτια και σγουρά μαλλιά και στο μάγουλό της μαύρη μια ελιά / γύρισα λαγκάδια, κάμπους και βουνά...», -το ‘χανε μεταφράσει σ’ άλλα λόγια- «...όμως δεν την είδα να ’ναι πουθενά / μου ‘πανε τ’ αηδόνια πως με καρτερά στα ψηλά τ’ αλώνια στη Βολισσό όπως τα παλιά / πήρα με λαχτάρα την ανηφοριά όμως σαν την είδα από μακριά / είδα μια γυναίκα με άσπρα τα μαλλιά να κοιτά τη θάλασσα και να μη μιλά». Επέθανε, τον περίμενε να γυρίσει, άσπρισαν τα μαλλιά της κι επέθανε. Τόσο πολύ τον αγαπούσε. Και ήτανε τραγούδια, που είχανε βγει απ’ τη ζωή, ήτανε ωραία πράματα. Αυτά τα πράματα άμα τ’ ακούτε όλοι εσείς και είναι ούλοι οι νέοι, θα τις φέρω όλους στον παλιό δρόμο. […] Εδώ είχανε βγάλει ένα τραγούδι, τότες ήτανε το βαπόρι του Χανιώτη, ήτανε του Χοτζηλάγκα, ήτανε οι Αμερικάνοι (δηλαδή οι Χιώτες που είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική), μετά την απελευθέρωση στέλνανε εδώ δέματα και ρούχα στις οικογένειές τους και οι Χιώτες είχανε βγάλει την «Αγγελική»: «Μάνα μου με παντρεύουνε με την Αγγελική αμάν αμάν / που είχε γονείς κι αδέρφια στην Αμερική / με το βαπόρι του Χανιώτη όλα μαθαίνουνε του Χιώτη / την αγαπώ μανούλα μου δεν είναι ψέματα / και τακτικά μας στέλνουνε, λεφτά και δέματα...».
«Η Αγιοθοδωρίτισσα» λέει: «Βραδιάζω, ξημερώνομαι μες την «Αμερικάνα» για μια Αγιοθοδωρίτισσα πεντάμορφη τσιγγάνα...». Η «Αμερικάνα» ήτανε κέντρο, μες το κέντρο. Μες την «Αμερικάνα», και ήτανε και το άλλο το, την «Αλεξάνδρεια» την έχεις ακούσει; Αυτή όμως κανονικά… εγώ την έχω μετατρέψει γιατί μιλάει για ναρκωτικό μέσα. Είναι Συρτός, ωραίος Συρτός: «Κάτω στην Αλεξάνδρεια θα κάνω ένα ταξίδι, βρε κάτω στην Αλεξάνδρεια Γιαλέλιιιι θα κάνω ένα ταξίδι τριαμτιραραριραραμ / θα πάω να βρω το φάρμακο που λένε κοκαΐνη» - εγώ όμως το γύρισα για να μη λέει - «θα πάω να βρω το φάρμακο που καταπραΰνει / κι από το φάρμακο αυτό θα πάρω ένα δρομάκι / θα δώσω στην αγάπη μου να πιει κι αυτή λιγάκι / να πιεί κι αυτή να ναρκωθεί να μη μου βγάζει γλώσσα / σαν αρχινά δε σταματά με λίρες και με γλώσσα».
«Η Αρχόντισσα» -Χασάπικο ωραίο- «Αρχόντισσα» την έχετε ακούσει καθόλου; Πριν τον πόλεμο ήταν κι αυτό. Χασάπικος: - «Κουράστηκα για να σε αποχτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρελή / σαν γδαρμένος μες το κύμα παρηγοριά ζητούσα ο δόλιος στη ζωή / αρχόντισσα τα δυο γλυκά σου μάτια, τα ζήλεψαν τα έκλαψαν πολλοί / φαντάστηκα αα .... παλάτια μα εσύ μου γέμισες μαρτύριο τη ζωή / Πόσες καρδιές έχω μαραζώσει και ξέχασα για πάντα τη ζωή / μπροστά στ’ αρχοντικά σου σκαλοπάτια σκλαβώθηκαν για σένα ξένοι και ρωμιοί». Πριν τον πόλεμο, αυτό ήτανε χασάπικο. Υπάρχει και ο «Πολίτικος», αυτός δεν έχει λόγια. Και μετά το γυρνάει χασαποσέρβικο…

Τραγουδάει επίσης ένα Χιώτικο Συρτό που αποτελεί απάντηση στο παλιό ειρωνικό απόφθεγμα που αναφέρει ότι «οι Χιώτες πάνε πάντα δυο-δυο»:

...Αλλά υπάρχει ένας συρτός που μας κοροϊδεύανε πως ‘δυο-δυο πάνε οι Χιώτες’. Λέει: «Γράψαμε πολλά τραγούδια για τα όμορφα νησιά μα η Χίος μου έχει άλλη εμορφιά / Όλοι λένε για τους Χιώτες ότι πάνε δυο-δυο μα εφοπλιστάς και πλοία βγάζει πάντοτε η Χίος / Σαν περνάς από το Αιγαίο σε χτυπάει η μυρωδιά της απ’ την όμορφη μαστίχα τα πιοτά και τα γλυκά της / Όλοι λένε για τους Χιώτες ότι πάνε δύο-δύο μα εφοπλισταί και πλοία βγάζει πάντοτε η Χίος / Έχει όμορφο λιμάνι και πολλά αρχαία η Χίος και την πέτρα του Ομήρου που την είχανε σχολείο / Όλοι λένε για τους Χιώτες...» κτλ.

Ο Φραγκούλης Στακιάς έπαιζε στο ούτι τα επονομαζόμενα ‘ευρωπαϊκά’ κομμάτια, όπως βαλς, ταγκό, τα οποία μάλιστα τα προτιμούσε από τα παραδοσιακά:

Εγώ είχα περισσότερη κλίση στα ευρωπαϊκά. Μου άρεσαν αφού τα γυρεύαν περισσότερο αφού τα γυρεύαν, ρούμπα. Το ’50, ’52. Απ’ το 52. Ένα συρτό θα έμπαινε και τα άλλα εννιά από τους δέκα χορούς θα ήταν ευρωπαϊκά, ταγκό, ρούμπα. Εδώ, κάτω Κάμπος, Χώρα.
Τότες τα τραγούδια πολλά ήτανε διεθνές. Πάρα πολλά. Πόσα ευρωπαϊκά βέβαια. Εεε πως είναι η «Λόμπα λόμα», το Ταγκό, είχανε βάλει ελληνικά λόγια τώρα ελληνικά, είναι ιταλικιά, είναι διεθνές ταγκό. Είχε και λόγια, του ’χανε βάλει λόγια. Αυτό είναι: «Μακριά θα φύγω στη ξενιτιά, λόμπα λόμα, για μένανε παρακάλα την Παναγιά / θέλει να την τάξεις να ’ρθω με το καλό και σένα και τη Μαριώ μου να ξαναδώ / αν ίσως και πεθάνω εγώ στα ξένα, περιστεράκι θα σου το πει εσένα / άνοιξε το παραθύρι γιατί καλή μου, ίσως το περιστέρι να ’ναι η ψυχή μου / μην κλαις γλυκιά Μαριώ, γρήγορα θα ξανάρθω στη δική σου αγκάλη να πέσω / μην κλαίς γλυκιά Μαριώ ταραραραραραραρο». Λόμπα λόμα είναι αυτό».
Έλεγε ένα της Βέμπο, είχε της Βέμπο ένα κι έλεγε: «Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα» - ταγκό - «μες τη ζωή μας την πεζή, ακόμη τ’ όνειρο που ζει / πάμε στο άγνωστο προτού κι αυτό πεθάνει πριν το κουράγιο η ζωή μας το μαράνει / και πριν να πούμε πως θα είναι αργά πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα / πάμε να ζήσουμε σε τόπους μακρινούς να βγούμε γρήγορα απ’ της ζωής την καταιγίδα / και να γνωρίσουμε καινούριους ουρανούς χθες πρωταντίκρισα την πρώτη μου ρυτίδα / υπάρχουν τόσα στη ζωή που δεν τα είδα πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα / πάμε να ζήσουμε σε τόπους μακρινούς...». Εεε το άλλο: «Πέρασα χθες απ’ τα γνωστά μας τα δρομάκια» -ταγκό- «εκεί που κάποτε διαβαίναμε μαζί / μα δεν ακούω να κελαηδούνε τα πουλάκια / όλα πεθάνανε πια τίποτε δε ζει». Δεν τα ’χεις ακούσει. Αυτά δεν τα ξέρουν να τα παίξουν τα τραγούδια. Ε δεν ξέρουν ας πούμε το «Χιλιάδες όνειρα». Δεν το ξέρουν, δεν το ξέρουν. Πε’ τους το «Γιατί να ζούμε χωρισμένοι», δεν το ξέρουν. Κι οι νέοι και οι μεγάλοι τα ζητούσαν αυτά τα ευρωπαϊκά, όλοι. Όλοι τα χορεύουνε.
(Γλεντούσανε) απ’ όλοι κι ελεύθερες (δηλαδή ανύπαντρες γυναίκες) και παντρεμένες. Ε, ακούς η σάμπα πολύ, η γιάνκα, χορεύανε πολύ. Η σάμπα: «Από τον καινούριο χορό παραραμπαραμ στιγμή δεν μπορώ να σταθώ / θέλω να χορεύω να χορεύω μες της σάμπας τον τρελό χορό / να χορεύω σάμπα με τα ράμπα όλο σάμπα δίχως τελειωμό / κλείνω τα ματέλια στην πίστα πόσο σ’ αγαπώ». Ενώ η γιάνκα ε «Ταταραραριρα...» κάτσε να το θυμηθώ, «Ταραριραρο», ααα, μου φύγε από το μυαλό!

Αναφέρει επίσης τους στίχους από μερικά ακόμα παλιά τραγούδια:

Πολλές κοπέλες που παραπονιότανε που ήτανε φτωχιά και δεν την έπαιρνε ο γαμπρός. Ε, είχανε βγάλει πολλά τραγούδια. Έχει ένα τραγούδι που λέει: «Δεν θέλεις να με παντρευτείς, η φτώχεια σε φοβίζει μα έχω προίκα την τιμή που πιο πολλά αξίζει / Άσε άσε με να σε λησμονήσω, άσε με μόνη μου να ζήσω / Θέλεις να πάρεις πλούσια με σπίτια και με φράγκα, μ’ έδιωξες μ’ έκανες πέρα επειδή κοιμάμαι σε παράγκα / Το χρήμα λεν πως κυβερνά την εποχή ετούτη άσε με μένα τη φτωχιά κι αγκάλιασε τα πλούτη». Υπήρχε μια που παραπονιόταν πως ήταν ορφανή κι έλεγε: «Τσακισμένη απ’ την ορφανιά» -ρεμπέτικο, ρεμπέτικο- «κι από τα βάσανα, νόμιζα κοντά σε σένα πως θ’ ανάσανα / μου κατέστρεψες τη ζωή εσύ, άπονε τύραννε τι θα κερδίσεις / ποια κατάρα σ’ έχει φέρει μπρος στο δρόμο μου για να παίξει να γελάσει με τον πόνο μου / πόσα στης ζωής στης μοίρας μ’ απομείνανε, κι ήρθες να μου τα γκρεμίσεις μαύρε τύραννε». Για την αρρώστια του καρκίνου είχανε βγάλει και λέει: «Παίρνει βροχή κι ο άνεμος, τα σκοτεινά ρημάδια και με μια φούχτα κόκαλα, στην κάμαρα την άδεια / αυτή η αρρώστια που μ’ έχει πιάσει θα μου τη φθείρει τη ζωή /σάπισαν τα παράθυρα, τα τζάμια έχουν σπάσει / κι εγώ μες στο κρεβάτι μου τον κόσμο έχω χάσει / Πέρασαν τα μεσάνυχτα, η μέρα ξημερώνει / για μένα το μαρτύριο ποτέ δεν τελειώνει». Έχουν βγει τραγούδια, αυτά και να τα γυρέψεις δεν θα τα βρεις.

Έχει γράψει και ο ίδιος στίχους τραγουδιών:

Έχω βγάλει πάρα πολλά ποιήματα, πάρα πολλά, αυτά που παίζουνε στη Χίο. «Τα χωριά της Χίου» το 1950 το ‘χα βγάλει εκεί που παράγεται το κάθε χωριό, εγώ το ’χω βγάλει. Συρτό, «Τα χωριά της Χίου»: «Από τη Χίο βρε παιδιά, βαπόρι θα ναυλώσω / μανταρινοπορτόκαλα απ’ τον Κάμπο θα φορτώσω / από το Βροντάδο ναυτικούς, καπεταναίοι ναύτες που ταξιδεύουν θάλασσες και δε φοβούνται νάρκες…». Όλα τα χωριά το τι παράγουνε. […] Άσε που άμα φέρω το τετράδιο τα τραγούδια που ’χω μέσα! Συρτά, ζειμπέκικα… Έχω την επικεφαλίδα, που να γυρεύω τώρα για τον εαυτό μου. Την επικεφαλίδα του κάθε τραγουδιού. Ε κάτι που ’χει μουσική γραμμένα, τα ’χα γραμμένα για να μη ξεχνιόνται.

• Αμοιβή

Όταν ξεκίνησε να παίζει ούτι σε γλέντια και γιορτές ο Φραγκούλης Στακιάς τα μεταπολεμικά χρόνια (από το 1947), τα χρήματα είχαν χάσει την αξία τους λόγω των συνεχών υποτιμήσεων της δραχμής και η αμοιβή του μουσικού δεν επαρκούσε ούτε για να καλύψει τα προσωπικά του έξοδα:

Κοίτα ρε παιδί μου, ήταν το κωλοτσίγαρο, με συγχωρείς για τη φράση, και το πρωταγόρασα είχενε με τους πάκους τσιγάρα, ογδόντα οχτώ όσα είχε το τσιγάρο που πρωτοκάπνισα εβδομήντα πέντε χιλιάρικα το ένα, δεν τα προλάβατε εσείς ούτε να τα δείτε, ’φτάσαν μέχρι πέντε εκατομμύρια το τσιγάρο […] Επλέρωνες. Εγόραζες . Έδινες λεφτά, τότε όλοι εκατομμυριούχοι ήτανε τότες.

Η αμοιβή των μουσικών την περίοδο της Κατοχής των Γερμανών γινόταν συχνά σε είδος, εφόσον τα χρήματα είχαν χάσει τελείως την αξία τους:

Κοίταξε στην πείνα, στην πείνα στην Κατοχή, το ’42 θυμάμαι τον Ατσίγκανο τον Γιώργη, τον εκαλέσανε με τριάντα οκάδες καρπό, τον εσυμφωνήσανε. Να πάρει λεφτά, δεν τα ’παιρνε. Τι να τα κάνεις τα λεφτά παιδάκι μου; Ερχότανε απ’ τον Βροντάδο και πουλούσανε τις τρίχες τους οι γυναίκες, πουλούσανε χρυσά οι χωριάτες. Τα γραμμόφωνα είχανε δυόμισι χιλιάδες, τα βαλιτσάκια, τα γραμμόφωνα, λοιπόν, έλεγε το τραγούδι, «Τα ξένα τα γραμμόφωνα τα ’χουν αριστοκράτες», πρέπει να σαι πλούσιος για να τα ’χεις. Ένα μεροκάματο είχε ο δίσκος. Είχε δύο τραγούδια, ένα από δω κι ένα από κει. Με εβδομήντα οχτώ στροφές. Για τα λεφτά, επαίρνανε πολλοί γραμμόφωνα με το λάδι, κι ύστερα μετά στην πείνα, το πουλούσαν οι άνθρωποι να φάνε. Όσοι ήτανε μέσα σε πόλεις και δεν είχανε χωράφια; Κοίταξε, άκουσε κόρη μου να δεις. Εγώ το σαράντα τέσσερα δεν έπαιζα όργανο. Έβλεπα το τι γινότανε. Και ο δεσπότης, στου πάππου μου τα σαράντα το μνημόσυνο, ήρθε ο συχωρεμένος ο δεσπότης και πήρε σαράντα οκάδες καρπό. Δεν έπαιρνε λεφτά κανείς. Εκατό εκατομμύρια ένα χαρτί. Όλοι εκατομμυριούχοι ήτανε. Δεν τα παίρνανε. Δεν είχανε αξία τότε. Πως δεν εγινότανε (γλέντια)! Πηγαίνανε και μαζεύανε σύκα και τα κάνανε ούζο, και τα πίνανε, και κυνηγούσαν οι Γερμανοί. Σούμα (χιώτικο ποτό). Η πιο καλή η σούμα είναι αυτή. Να στύψεις σταφύλια, να βγάζεις σούμα. Πολύ καλό, κάνουνε κρασιά και τέτοια.

Για την αμοιβή και τον τρόπο πληρωμής στις διασκεδάσεις ο Φραγκούλης Στακιάς αναφέρει:

Μας πληρώνανε, μα άμα έβλεπα εγώ ανθρώπους προπαντός μέσα στα πάρτι τα απόφευγα γιατί τα παιδιά δεν ήτανε οικονομικώς ανεξάρτητοι και τέλειωνε και μεθούσανε και έπρεπε να πάρω λεφτά. […] Κι οι νέοι και οι μεγάλοι, όλοι τα χορεύανε (τα ‘ευρωπαϊκά’). Οι μεγάλοι τα γυρεύουνε, παίζουνε και μπαίνουνε μικροί μες τη μέση και το χορεύουνε χασαποσέρβικο. Επειδής είναι δυο χρόνοι, ντάγκα ντούγκα. Ξέρεις τι ’κάναν αυτοί; Μαζεύανε ο ένας την αδερφή του, ο άλλος την αρραβωνιαστικιά του, ο άλλος τη γυναίκα του, όλοι μαζευότανε σ’ ένα μέρος, βάζανε ένα πεντόκαρφο(;) ούζο εκεί και βάζαν ο άλλος ήφερνε αγοράζαν λίγο σαλάμι, λίγο αυτό και τα ’χανε απάνω στον μπουφέ. Και φωνάζανε ντάμα μπουφέ. Και σερνότανε μονάχοι τους. Δεν ήθελε κανείς. Και τελευταία λέγανε δώσε λεφτά να δώσουμε και στον τραγουδιστή, λίγα λεφτά και τελείωσε. Αυτοί που έκαναν τα πάρτυ. Τότε ήταν αλλιώς. Ε, τσοντέρνανε τότε και οι γονείς.

Αναφέρει επίσης κάποια άλλα γλέντια:

Πήγα μια φορά απάνω σ’ ένα χωριό στα βόρεια και είχενε κάποιος πρόβατα και μου ’δωκε τριακόσια χιλιάρικα προ εικοσιεννιά χρόνια - εργολάβος ήτανε και μέθυσαν και του τα ’δώκαν αυτοί σ’ ένα σπίτι κι αυτός επολέμαγε να μου τα δώσει, λοιπόν από κει και πέρα μάλωνε με τη γυναίκα του. Και αρχίσανε, χόρευε ένα συρτό τέσσερα χιλιάρικα, τα ’δινα εγώ του πεθερού του τα πήγαινε στη γυναίκα του... Μας τα ’δινε τα σιχάθηκα εγώ, βγάζει τα χάρτινα εγώ και δεν μου άρεσε. Α! αυτοί που τα ’χανε; Ήρθανε μια φορά κάποιοι που τα ’χανε, λοιπόν κάποιοι που φτιάχνανε κότερα, από το Πασά Λιμάνι είχαν μια βάφτιση. Μόλις κυκλοφορήσαν τα πεντοχίλιαρα ακόμη δεν είχαν βγει στην πιάτσα, ε μου λένε θα μας παίξεις κάνα σκοπό; Θέλανε τον Καζαντζίδη αυτοί. Λέω κανένα πρόβλημα. Μου λένε που το ρίχνω, το κέρατό μου; Αυτόν που με πήγε εκεί μου έριξε ένα πεντοχίλιαρο. Συγνώμη μήπως για πεντακοσάρικο μου το έριξες; Μου λέει όχι όσα πρέπει είναι. Δεν ξέρω, έξι πεντοχίλιαρα μου ρίξε αυτός; Α αυτούς τους τα ’τρωγα, αλλά οι άλλοι που δεν είχαν τους ελυπούμουνα, άντε άσ’ τα να πάρεις κάνα τσιγάρο. Εγώ δούλευα, έπαιρνα λεφτά» […] Άμα μεθύσουνε μπορεί να τα πετάξουνε τα λεφτά τους, την άλλη μέρα να μην έχει και τσιγάρο να καπνίσει. Αυτά είναι τα άσχημα. Πίναν πολύ πιοτό, αν και τώρα τι κάνουν φεύγουν νηστικοί η νεολαία, πάνε και πίνουν ουίσκι και τρων’ κάνα ξηρό καρπό, κάνα μηλαράκι και φεύγουν νηστικοί και πληρώνουνε ένα σωρό παράδες. Αυτά είναι. Αυτοί που περιμέναν να ζήσουν από το όργανο τους γδέρναν τους ανθρώπους. Τους τα παίρναν όλα. Τα έπαιρνε πάνω στο κέφι. Εγώ όμως δεν το είχα κύριο επάγγελμα, άσχετο πως ήμουνα ανώτερος από αυτούς.

Τέλος, για την αμοιβή των μουσικών στους γάμους αναφέρει:

Ε, τα όργανα τα καλούσαν, πηγαίναν το γαμπρό πρώτα στην εκκλησιά, μετά πηγαίναν στη νύφη, την πηγαίναν τα όργανα στην εκκλησιά. Τα χρόνια εκείνα, ε ερχόντουσαν ο κουμπάρος, τους κάλεσε ο γαμπρός, αλλά εμάς μας επλήρωνε ο κόσμος. Υπήρχαν περιπτώσεις όπου λέγανε εμείς για να ’ρθουμε - μπορεί να ’χαν κι άλλο γάμο και να ’χανε αυτά και τότες τους πιέζανε- σου λέγανε τόσα θέλουμε. Θέλουμε τόσα για να ’ρθούμε, γιατί έχουμε κι αλλού να πάμε. Κι ότι μας δώσουνε. Τέλος πάντων.

• Κρίσεις για άλλους μουσικούς

Ο Φραγκούλης Στακιάς διέκρινε κάποιους μουσικούς που έπαιζαν στη Χίο τις δεκαετίες 1940-1950:

Στη Χίο ήτανε ο Πολίτης ο Θοδωρής, ο οποίος ήτανε τέσσερα χρόνια αριστούχος στο Ωδείο Αθηνών. Βιολί. Ο Ζερβούδης βιολί, ο Μιναμπάλης ο οποίος κι αυτός είχενε πάρει δίπλωμα δημοδιδασκάλου. Ε, έχουν πεθάνει τώρα αυτοί οι άνθρωποι, κι εγώ τους σκέφτομαι και δεν μπορώ να παίξω. [...] Λίγοι ήταν οι καλοί μουσικοί. Ε, είπα τον Πολίτη, είπα τον Ζερβούδη είπα έναν Παντελή Φιστέ, το σαντούρι, εεεε, αυτόν τον Μιναμπάλη τον Κώστα. Εε, αυτοί έχουν πεθάνει. Καλοί, μιλούμε για καλούς, δε μιλάμε για ...της οκάς!. [...] Ε σας είπα αυτοί που άξιζαν. Ε (οι άλλοι μουσικοί) δεν αξίζαν! Όλοι αξίζαν; Είπαμε ότι υπάρχουνε πολλοί αλλά οι καλοί είναι λίγοι. Ε, καλά εντάξει. Α αυτοί είναι πεθαμένοι. Μπορεί να τους δω το βράδυ στον ύπνο μου και μου πουν γιατί τους κατηγόρησα!

Επαινεί επίσης τον μουσικό Σωτήρη Λουλούδη:

Ο Λουλούδης ναι, αλλά ξέρεις τώρα, έλεγα ένας είναι ο Λουλούδης, μ’ ένα λουλούδι γίνεται ο Μάιος; Δεν γίνεται! Πρέπει να είναι πολλά τα λουλούδια για να γίνει ο Μάιος!


Μουσικά δίκτυα

• Ακροατές - γλεντιστές

Σύμφωνα με τον Φραγκούλη Στακιά τη δεκαετία του 1950 ο κόσμος ζητούσε πολύ τους επονομαζόμενους ‘ευρωπαϊκούς’ χορούς, όπως βαλς, ταγκό, σάμπα:

(Γλεντούσανε) απ’ όλοι κι ελεύθερες (δηλαδή ανύπαντρες γυναίκες) και παντρεμένες. Ε, ακούς η σάμπα πολύ, η γιάνκα, χορεύανε πολύ. [...] Μου άρεσαν (τα ‘ευρωπαϊκά’) αφού τα γυρεύαν περισσότερο, αφού τα γυρεύαν, ρούμπα. Το ’50, ’52. Απ’ το 52. Ένα συρτό θα έμπαινε και τα άλλα εννιά από τους δέκα χορούς θα ήταν ευρωπαϊκά, ταγκό, ρούμπα.... [...] Κι οι νέοι και οι μεγάλοι, όλοι τα χορεύανε (τα ‘ευρωπαϊκά’). Οι μεγάλοι τα γυρεύουνε, παίζουνε και μπαίνουνε μικροί μες τη μέση και το χορεύουνε χασαποσέρβικο. Επειδής είναι δυο χρόνοι, ντάγκα ντούγκα.


Πηγή:


  Στην εκπομπή “Τετράδιο Πατριδογνωσίας” της Αγγελικής Χατζηδημητρίου, στην ΑΛΗΘΕΙΑ TV, ο Φραγκούλης Στακιάς παίζει ούτι και μιλάει για τη ζωή του.




Το βίντεο μας το έδωσε ο Γιάννης Ζωφός




  Άλλα βιντεοσκοπημένα τραγούδια του Φραγκούλη Στακιά.



 Τα Χωριά της Χίου




 Σαν την Ωριάς το κάστρο




 Το γιλεκάκι που φορείς




  © 2011 - 2024 vasileoniko.gr
Κατασκευή : Φώτης Φραγκάκης