Ο Φραγκούλης Στακιάς είναι γνωστός σε όλους μας για τους στίχους και τα τραγούδια που έφτιαχνε. Αυτό που δεν γνωρίζουμε πολλοί είναι ότι ο πατέρας του ο Θοδωράκος Στακιάς ήταν λαϊκός ποιητής και μπορούσε στη στιγμή να φτιάξει στίχους.
Αναφέρεται μάλιστα το παρακάτω περιστατικό.
Σε μια γιορτή του Αγ. Γεωργίου στο χωριό ήρθε από τα Μεστά και ο πάπα-Μόγιας. Μετά τη λειτουργία μια παρέα με τον πάπα-Μόγια και τον Θοδωράκο κάθισαν στο καφενείο του Καθαρή.
Σε κάποια στιγμή ο πάπα-Μόγιας για να πειράξει το Θοδωράκο του είπε ένα στιχάκι:
“Εκάτσατε στου Καθαρή και ήσασταν μεθυσμένοι
και φάγατε την όρνιθα πούτανε ψοφισμένη.”
Αμέσως του απάντησε ο Θοδωράκος:
“Εις τα χωριά που πας εσύ και σε καλημερίζουν
όλες τις ψόφιες όρνιθες εσένα τις ταΐζουν.”
Αμέσως έδωσε μια απάντηση ο πάπα-Μόγιας που δεν μπόρεσα να βρω, αλλά του απάντησε πάλι αμέσως ο Θοδωράκος:
“Επέρασα ωκεανούς συνάντησα και πούσι
δεν σε φοβάμαι Μόγια μου κι ας είσαι και Μεστούσης.”
Και η απάντηση του πάπα-Μόγια:
“Πάω πάσο, ανακωχή.”
Απελευθέρωση της Χίου
του Φραγκούλη Στακιά
Το χίλια εννιακόσια δώδεκα συμβούλιο εγίνει
οι Έλληνες σκεφτήκανε τι πρέπει να απογίνει
σκεφτήκανε τι έχουν παθημένα
τι έχουν των παππούδων τους οι Τούρκοι καμωμένα.
Tα παλικάρια του Μοριά έχουν αυτοί σφαγμένα
και αναρίθμητα παιδιά έχουν ορφανεμένα
τώρα θα τα πλερώσουν και αυτοί ένα-ένα.
Οι Έλληνες σκεφτήκανε στον πόλεμο να βγούνε
ή που να βρουν το δίκιο τους για όλοι να χαθούνε.
Άγιος Μηνάς αγρύπνησε τον Άγιο Λευτέρη
φέρε τους Έλληνες στη Χίο και ο κόσμος περιμένει.
Του Αγίου Μηνά την εορτή και Κυριακή ημέρα
στο μιναρέ ανέβηκαν και βάλαν την παντιέρα.
Τους Έλληνες σαν είδανε να βγαίνουν στο Ρουχούνι
οι Τούρκοι όλοι χάθηκαν δεν έμεινε ρουθούνι.
Εγράψανε στο φρούραρχο και στον καϊμακάμη
αν θέλει να παραδοθεί για πόλεμο να κάμει.
Δεν ελυπήθεις το χαρτί να γράφεις γραμματάκια
μουστάκια έχομε και εμείς δεν είμαστε παιδάκια
να παραδώσω το νησί με δυο μπαινιές μελάνι
έλα να με ΄βρεις στο βουνό να κάνεις και σεριάνι.
Πολίτες ακολούθησαν χιλιάδες από πίσω
άλλοι να παν για πόλεμο και άλλοι να σεργιανίσουν
σταμάτησε η μουσική και αρχίνεψεν η μάχη
αναστενάζαν τα βουνά και τρέμανε τα βράχη
πολίτες που καθότανε οπίσω με τα κιάλια
εβλέπαν Τούρκους στα βουνά να τρέχουν σαν τσακάλια
Αλλάχ Αλλάχ φωνάζανε και που θα πα χωθούμε
σήμερα ειν το τέλος μας όλοι μας θα χαθούμε.
Οι Έλληνες επάψανε δεν παν να πολεμάνε
είναι τα μέρη δύσκολα και αν πάνε θα χαθούνε.
Οι Έλληνες σκεφτήκανε τον πόλεμο να πάψουν
να ‘ρθουν κανόνια ορεινά και εκείνα να τους κάψουν.
Το Μακεδονία στάθηκε κοντά εις το Κοντάρι
έφαγε την πολλή Τουρκιά καρσί στον Κορακάρη.
Οι καμένοι οι καλόγεροι γίναν των Τούρκων μαγέροι
την ημέρα έψηναν ρύζια το βράδυ στα μετερίζια
αν έψηναν πιλάφι βάζαν και δικό τους λάδι.
Μια μέρα κίνησαν για το χωριό πέντε έξι Τουρκαλάδες
πήγαν να πάρουνε καπνό και σπίρτα με παράδες
ώσπου να φτάσουν στο χωριό τους έπιασαν οι αντάρτες
έκοψαν τα κεφάλια τους και τα έριξαν στις γάτες.
Οι Τουρκαλάδες εις τη Χιό κάναν το παλικάρι
τώρα βρομούνε τα βουνά που κείντε σαν γαιδάροι.
Επιάσανε και τον Καϊμακάμη και τον ρωτούν
τα γρόσα του που τάχει αυτός κριμένα
δεν έχω μα τον πίστο μου δεκάρα εις το χέρι
τα ξόδιαζα τα χρήματα και τάιζα το ασκέρι
ευθύς βγάζει το όπλο του και το ΄κουμπά στα αυτιά του
τα χρήματα θα τα βρετε εις τους Άγιους Πατέρες
τα μπέρδευα στο μέτρημα σαν πέφταν οι οβίδες
μα πρέπει κάπου να ‘τανε δέκα χιλιάδες λίρες.
Τώρα θα γίνουμε και φίλοι
που τρωγόμαστε σαν σκύλοι.
Γιάννης Ζωφός