Στις άπειρες αποχρώσεις της μπλε αραχνοΰφαντης φορεσιάς σου
Ήρθε και πάλι το καλοκαίρι. Το φανερώνουν τα χρώματα που αλλάζουν, τα χρώματα που πληθαίνουν στην παλέτα της γης, οι μυρωδιές των λουλουδιών, τα κελαϊδίσματα των πουλιών, οι ημέρες που δεν έχουν άλλο να μεγαλώσουν και οι έναστρες νύχτες που γλυκαίνουν τις ώρες τους!
Κι η θάλασσα, αχ αυτή η θάλασσα, στέλνει το κύμα της ως την ζεστή αμμουδιά, να μας προσκαλέσει και να μας προκαλέσει, σ’ ένα παιχνίδι του κορμιού μας με το υγρό στοιχείο!
-Γιατί η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα, χίλιοι την χαίρονται ένας την πληρώνει κι αλίμονο αν προδώσουμε την θάλασσα, γιατί εκείνη έχει τρόπους να μας καταπιεί.
-Μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις. ( Ντίνος Χριστιανόπουλος)
Κι εκείνο το μπλε το απέραντο, τι χρώμα κι αυτό αλήθεια, το μπλε, που γεμίζεις τις χούφτες σου κι αλλάζει χρώμα κι όταν γίνεται πολύ σκουραίνει κι όταν γίνεται λίγο μερεύει, καθώς ανεβαίνει προς τον ουρανό και γίνεται γαλάζιο! Που κρύβεται στο βλέμμα και γίνεται μενεξεδί κι έρχεται και σε τυλίγει, χωρίς όμως να σε ζεσταίνει, αφού είναι υγρό κι εσύ δεν αντιδράς, το καλοδέχεσαι.
Όπως το δάκρυ τ’ ακριβό, που δεν μάζεψες και δεν έκρυψες, από τους έρωτες σου, που ήρθαν κι έφυγαν, αφήνοντας για πάντα το αποτύπωμά τους. Κι είναι κι εκείνο το ήρεμο μπλε που κρύφτηκε, σε κουφάλες βράχων και σε σπηλιές και αντιστάθηκε στα ανταριασμένα κύματα. Είναι όμως κι εκείνο που πέφτει με ορμή στην πλώρη και χωρίζεται στα δυο και την σκεπάζει με τον θυμό του! Ένα συνεχές παιχνίδι με μύθους και παραμύθια, με θεούς, με νύμφες και μούσες, με αναδυόμενες υπάρξεις, με Νηρηίδες και με γοργόνες, που αναζητούν ημίθεους και ήρωες! Κι ένα Ομηρικό ποίημα, που έκαναν δικό τους γενιές και γενιές και μ’ ένα βασιλιά θαλασσόλυκο, να παλεύει για χρόνια με τους καιρούς και τα κύματα, σ’ ένα πέλαγο, που σπάνια του φερόταν φιλικά.
Οδύσσεια το έπος της θάλασσας ή μήπως ίδια η θεά θάλασσα με την ανεξάντλητη ομορφιά της, χωρίς την Κίρκη και την Καλυψώ μόνο μ’ εκείνο το λατρεμένο πήγαινε-έλα της.
Μ’ εκείνο το πονηρό ρυτίδιασμα της όψης της και με το χρυσαφί καθρέφτισμα του ήλιου πάνω της, που ανάλογα με την στάση και την θέση του, στρώνει χαλί στην αγκαλιά της, λάμποντας άλλοτε με χρώμα χρυσό κι άλλοτε με πορφυρό, ή μενεξεδί, αναδεικνύοντας το κάλλος της. Κι όταν βραδιάσει και η σελήνη ξεπροβάλλει πορφυρή και πλανεύτρα, της κλέβει τα πέπλα και τα στρώνει σε μια ασημένια στράτα, που πλανά τους καπετάνιους, τους ναύτες και τους μούτσους!
-Που ξεκινά και που τελειώνει, ποιος συγκρατεί την ορμή και την δύναμή της, ποιος βάζει όριο στην υγρή ψυχή της;
Είναι ελεύθερη η θάλασσα, πιο ζωηρή και πιο ελεύθερη απ’ τον καθένα μας, πρέπει να το καταλάβουμε.
-Τη θάλασσα ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει; Γράφει ο Σεφέρης. Ενώ για τον Αισχύλο, είναι μια απύθμενη δεξαμενή πόθου και σκότους, εκεί η φωνή της θάλασσας και η φωνή του αίματος, βγαίνουν μέσα από το στόμα μιας γυναίκας φόνισσας, της Κλυταιμνήστρας!
-Αν σε ρωτούσα, τι θα μου απαντούσες; Είσαι μήπως ερωτευμένη με τον ορίζοντα; Όλοι εμείς χάνουμε πάντα το σημείο επαφής σας, μας πλανάς και μας κοροϊδεύεις! Ποιος καθρεφτίζει την θωριά του πάνω σου τις νύχτες; Τ’ αστέρια, ο Κρόνος, η Αφροδίτη, η άρκτος, η πούλια, ο αυγερινός, ή μόνο η σελήνη; Κι εσύ καυχιέσαι και καμαρώνεις!
Μα όταν προβάλλει η αυγούλα, χαμογελάς στο πρώτο χάδι του ήλιου και γνέφεις καλημέρα στα θαλασσοπούλια, που σου εμπιστεύονται τα μωρά τους, να τα διδάξεις τους νόμους της υγρής αγκαλιάς σου και της απεραντοσύνης σου! Και δέχεσαι όλα τα πλεούμενα, από την μικρή βαρκούλα ως το τεράστιο κρουαζιερόπλοιο, δημιούργημα του άπληστου ανθρώπου, που τα ναυπηγεί και μετά σου τα εμπιστεύεται!
Και σμίγεις με τους πάγους και πολεμάς σε μια άνιση μάχη, ή θα τους λιώσεις ή θα σε παγώσουν, για να μην μπορείς άλλο να αντιδράς!
Κι γίνεσαι Ωκεανός και αγριεύεις και τρομάζεις και ανατρέφεις στα βάθη σου τεράστια θηλαστικά, που ισορροπούν τον κύκλο της ζωής στον πλανήτη. Κρυφή η ζωή σου στ’ απύθμενα βάθη σου, το αντίθετο της γης! Και οι δυο σας μας προσφέρετε, μόνο που η γη είναι λίγο πιο αληθινή, πιο στέρεη, πιο χειροπιαστή, ίσως και πιο ειλικρινής... Εσύ πάντα θα κινείσαι και θα κινείς, θα ξεφεύγεις και θα μας ξεγελάς με τα τσαλίμια σου, όμως εμείς θα αποζητούμε πάντα την ομορφιά και την δροσιά σου! Άδικα λέτε;
Θάλασσα πλατιά
σ’ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις
θάλασσα βαθιά
μια στιγμή δεν ησυχάζεις
λες κι έχεις καρδιά
την καρδιά μου την μικρούλα την φτωχιά!
Κύματα βουνά
στα ταξίδια σας που πάτε
τα αλαργινά
την κρυφή μου λύπη πάρτε
κι από ΄κεί μακριά
να μου φέρεται κι εμένα την χαρά!
Έχω ένα καημό
που με τρώει γλυκά και με λιώνει
έχω ένα καημό θα ’ρθω να στον πω
αδελφή μου εσύ, θάλασσά που σ’ αγαπώ!
Στίχοι: Γ. Ρούσου - Μουσική: Μάνου Χατζιδάκι, Αθήνα 1960
Καλό καλοκαίρι!
11 Μαΐου 2024
Μαρία Φετοκάκη