Ένας δικτυακός τόπος αφιερωμένος στο χωριό μας!

Επισκέπτες
 Σήμερα : 13 
 Εχθές : 11 
 Συνολικά : 175370 
14.12.2024, 23:41 Europe/Athens
Γιορτάζουν

Το Χωριό μας » Ιστορία » Μνήμες και Παραδόσεις » Άγιος Βασίλης, ο "μεγάλος"

Άγιος Βασίλης, ο "μεγάλος"


(Χίος, 1930)


Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
ψηλή μου δενδρολιβανιά,
κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά, εκκλησιά με τ’ Άγιο Θρόνος.


Αρχή που βγήκεν ο Χριστός
Άγιος και Πνευματικός,
στη γη, στη γη να περπατήσει
και να μας, και να μας καλοκαρδίσει.


Άγιος Βασίλης έρχεται
κι άρχοντες τον κατέχετε,
από, από την Καισαρεία,
συ’ σ’ αρχό, συ’ σ’ αρχόντισσα κυρία.


Βαστά εικόνα και χαρτί,
ζαχαροκάντιο ζυμωτή,
χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,
δες και ’με, δες και ’με το παλληκάρι.


Το καλαμάρι έγραφε,
τη μοίρα του την έλεγε
και το, και το χαρτί εμίλιε:
άσπρε μου, άσπρε μου καθάριε κρίνε.


- “Βασίλη πόθεν έρχεσαι
και πο, και πόθεν κατεβαίνεις
και καλή, και καλή χρονιά μας φέρνεις;”


- “Από της μάνας μ’ έρχομαι,
βαρέθηκα να στέκομαι
και στο, και στο σκολειό μου πάω,
δε μου λε, δε μου λέτε τι να κάμω;”


- “Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις,
κάτσε τον πόνο σου να πεις,
κάτσε, κάτσε να τραγουδήσεις
και να μας, και να μας καλοκαρδίσεις”.


- “Εγώ γράμματα μάθαινα
και στο σκολειό μου πάγαινα,
τραγού, τραγούδια δεν ηξεύρω,
νάρθω τζό, νάρθω τζόγια μου να σ’ εύρω”.


- “Αφού δεν ξέρεις γράμματα,
Βασιλικά σπουδάγματα,
πες μας, πες μας την αλφαβήτα
νάχεις το, νάχεις το Θεό βοήθεια”.


Και στο ραβδί τ’ ακούμπησε
μα δεν μας ετραγούδησε
να πει, να πει την αλφαβήτα
ως πνευμα, ως πνευματικός που ήταν.


Και το ραβδί, ξερό ραβδί,
κάνει σταφύλι ροζακί,
χλωρά, χλωρά βλαστάρια ’πέτα,
ροδοκό, ροδοκόκκινη βιολέτα.


Και κάτω στα ριζάρια του
στα δροσερά βλαστάρια του,
βρύσες, βρύσες εκυματούσαν
και δε μας, και δε μας εσυντυχούσαν.


Και κατεβαίναν πέρδικες
και λου, και λούζαν τα φτερά τους,
τα χρυσά, τα χρυσά και τ’ αργυρά τους.


Και λούζαν τον αφέντη τους
το Ρήγα το λεβέντη τους,
τον πο, τον πολυχρονεμένο
και στον κό, και στον κόσμο ξακουσμένο.


- “Εσέν’ αφέντη πρέπει σου
στραβά βάλε το φέσι σου,
στ’ άλο, στ’ άλογο να καθίσεις
και να μας, και να μας πολυχρονίσεις.


Και να περνάς τις γειτονιές
και να βαστάς γεράκι
και το γεράκι που βαστάς
εννιά, εννιά κουδούνια νάχει·


τα τριά σημαίνουν το πρωί,
τα τριά, τα τριά το μεσημέρι
και τ’ άλλα τριά τ’ απόγευμα,
για να, για να ξυπνήσ’ ο αφέντης.


Ξύπνησ’ αφέντη άφεντε
και βα, και βάλε το βρακί σου
και φέρε το ποτήρι σου,
να πιου, να πιούμε το κρασί σου”.


Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας,
του Ρήγα του λεβέντη μας,
παινού, παινούμε την κυρά μας,
τη σπιτο, τη σπιτονοικοκυρά μας:


- “Κυρά μαρμαροτράχηλη
και κα, και καστανοφρυδούσα,
όταν σε γέννα η μάνα σου,
όλα τα δέντρ’ ανθούσαν
και τα πουλάκια στις φωλιές
και κεί, και κείνα κελαηδούσαν”.


Πολλά ’παμε και της κυράς,
ας πού, ας πούμε και του γιου μας,
τ’ ακριβού, τ’ακριβού μοναχογιού μας.


- “Έχεις και γιο στα γράμματα
και γιο, και γιο εις το κοντύλι
να τον ’ξιώσει ο Θεός
να βά, να βάλει πετραχήλι”.


Πολλά ’παμε και εις το γιο,
ας πού, ας πούμε και στην κόρη,
ακριβή, ακριβή μοναχοκόρη.


- “Έχεις και κόρη έμορφη,
που δε, που δεν έχει σουρία,
ούτε στην Πόλη βρίσκεται,
ούτε στην Καισαρεία.


Όλες της οι συντρόφισσες
να πε, να περιμαζευτούνε,
κορώνα να της βάλουνε
και να, και να την προσκυνούνε.


Όταν σειστεί και λυγιστεί
και πα, και πα στην εκκλησιά της
η στράτα ρόδα θα γεμεί,
από, από την ομορφιά της”.


Μέλι και γάλα στο γιαλό
να ’ρθουν, να ’ρθουν τα καϊκάκια
να ’ρθουν και ’σας τα ξένα σας
με τα, με τα παλληκαράκια.


Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε
πέτρα, πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια, χίλια χρόνια να ζήσει.

Και του χρόνου!


Αγγελική Καρασούλη & Αργυρή Δανιήλ, 2011



  © 2011 - 2024 vasileoniko.gr
Κατασκευή : Φώτης Φραγκάκης