Ένας δικτυακός τόπος αφιερωμένος στο χωριό μας!

Επισκέπτες
 Σήμερα : 13 
 Εχθές : 11 
 Συνολικά : 175370 
14.12.2024, 23:32 Europe/Athens
Γιορτάζουν

Το Χωριό μας » Ιστορία » Μνήμες και Παραδόσεις » Μικροί βιοπαλεστές

Μικροί βιοπαλεστές



του Σγ. Τάσου

Είναι τα ποιο δουλευτάδικα και προκομένα παιδιά. Οι συμπαθητικές τους φυσιογνωμίες είναι γνωστές σ’ όλους μας γιατί κάθε μέρα από τα χαράματα ακόμη μέχρι αργά τη νύχτα τους έχουμε μπροστά μας κι’ ακούμε τις παιδικές του φωνές να διαλαλούν το εμπόρευμά τους ή το μικρό τους επάγγελμα.
Μικροί στην ηλικία αλλά μεγάλοι στη συνείδηση για το σοβαρό ρόλο που παίζουν μέσα στη κοινωνία ένας-ένας ξεχωριστά και για τη μεγάλη τους ευθύνη απέναντι στις οικογένειές τους, ποτέ δεν κουράζονται όσο βαριά και νάναι η δουλειά τους, όσο πολλά και νάναι τα βάσανά της. Η βιοπάλη τους έχει στερήσει τις χαρές της παιδικής ζωής το παιχνίδι, τις φιλικές τους παρεούλες, τις διασκεδάσεις, το χάδι της μάνας τους.
Ακόμη οι περισσότεροι δεν ξέρουν και γράμματα.
Πότε κεφάτοι και πότε στενοχωρημένοι ανάλογα με τη σιρμαγιά, προσπαθούν πάντα να ξεπερνούν τις δυσκολίες της ζωής και τον ανηφορικό της δρόμο να τον κάνουν πιο υποφερτό.
Κατεβαίνουν την Απλωταριά προχωρώντας για το Βουνάκι.
Είναι ακόμη νωρίς αλλά αυτό δεν έχει σημασία για του ήρωές μας που απ’ τα χαράματα ακόμη έχουν στήσει τα τραπέζια και τους πάγκους τους στις γωνιές του δρόμου. Άλλοι οι πιο προοδευτικοί έχουν πιάσει και μικρά μαγαζάκια σε πολλά επίκεντρα πόστα. Όλη τούτη η κατηγορία αποτελεί ας πούμε την αριστοκρατία της όλης τάξης τους.
Οι πάγκοι έχουν στολιστεί με κάθε επιμέλεια, έτοιμοι να δεχτούν και τους πιο ιδιότροπους πελάτες.
Σπίρτα, τσιγάρα, καρουλάκια, κουβαρίστρες, κορδόνια, τετράδια, καραμέλες, κονσέρβες… Ο ένας προσπαθεί να ξεπεράσει τον άλλο στο καλύτερο διαλάλημα κι’ όταν πηγαίνεις να ψωνίσεις κάτι σ’ εξυπηρετούν σαν οι καλύτεροι καταστηματάρχες.
Πλησιάζουμε σ’ ένα πάγκο που η όψη του δείχνει πραγματικό ψιλικατζίδικο ή μάλλον σωστό εβραίικο μαγαζί. Τόχει ο συναγωνιστής Ν. Τον καλημερίζουμε και το πρόσωπό του χαίρεται που τον σεφτέ θα του τον κάνουν συναγωνιστές του. Κάνουμε πολλές ερωτήσεις στον Ν. κι’ αυτός μας απαντά μ’ ευχαρίστηση αλλά και με περηφάνια. Είχε αρχίσει πριν κάμποσο καιρό από δύο-τρία πραματάκια και τώρα έχει ολόκληρο σοβαρό κατάστημα. Δουλεύει σκυλίσια 12 ώρες το 24ωρο. Η μάνα του τον καμαρώνει γιατί είναι ο προστάτης της. Ο Ν. αγαπάει τις χαρές της ζωής αλλά είναι δυστυχώς γι’ αυτόν ο «απηγορευμένος παράδεισος». Είναι ακόμη σχεδόν αγράμματος. Όταν ανοίξουμε πάλι την λέσχη μας, λέει, και τα μάτια του λαμποκοπούν, τότε θα μπορώ να εξακολουθήσω το διάβασμά μου στη βιβλιοθήκη της.
Αφήνουμε τον Ν. γιατί η ώρα δεν θα μας πάρει. Παρακάτω συναντούμε άλλους φίλους και γνωστούς. Η κίνηση της αγοράς έχει φουντώσει κι’ όλοι τους είναι ριγμένοι με τη μούρη στη δουλειά. Η πελατεία πηγαινοέρχεται στο κινητό του φίλου του Κώστα. Μας δέχεται με χαρά όταν του λέμε πως θα του πάρουμε ανταπόκριση για το περιοδικό μας. Μας λέει πως η δουλειά πάει καλούτσικα. Μας λέει τις χαρές αλλά και τις πίκρες της…, το μούτρο του είναι πραγματικά ξεροψημένο από τον φλογισμένο ήλιο του καλοκαιριού. Σκέπτεται όμως πιο πολύ το ξεροβόρι του χειμώνα που όπου και νάναι πλακώνει, κι’ ανατριχιάζει. Μας λέει ακόμη και για το κυνηγητό που τους κάνει ο «καμπούρης» στο πούλημα των τσιγάρων και τα μάτια του σκοτεινιάζουν όταν σκέπτεται πως οι μεγάλοι μαυραγορίτες μπορούν ελεύθερα να οργιάζουν.
Ο ήλιος έχει ανέβει και βγαίνουμε στο Βουνάκι. Εδώ μας υποδέχεται ολόκληρη συγχορδία από φωνές, κάθε μια και σε ξεχωριστό τόνο, ανάλογα με το επάγγελμα που διαλαλεί. Τις πιο πολλές τις ακούς μόνο τις καλοκαιριάτικες μέρες: λεμονάδες του πάγου, κασάτα παγωτά, ροβυθάτα τσίκουδα… Τούτες είναι οι δουλειές του ποδαριού. Τα καταστήματα εδώ κυλούν πάνω σε ρόδες, κι’ άλλα περιφέρονται στο χέρι από δρόμο σε δρόμο κι’ από γειτονιά σε γειτονιά για να μαζέψουν το καθημερινό μεροδούλι για το ψωμί τουλάχιστον.
Το λαρύγγι μας έχει στεγνώσει αρκετά και παίρνω το σύντροφό μου για να πιούμε μια λεμονάδα στο πρώτο καροτσάκι. Μερακλής πραγματικός στη δουλειά του ο συνομήλικός μας νέος έχει ολοκάθαρο το κινητό του, στολισμένο με λογιώ-λογιώ χρωματιστά μπουκάλια - για ρεκλάμα μας λέει – και μια σοβαρή-σοβαρή επιγραφή κι’ από τις δύο πλευρές του καροτσιού «Λεμονάδες Η ΑΥΡΑ». Μόλις πριν λίγο καιρό βγήκε από το σύρμα. Τα υπάρχοντά τους πουλήθηκαν όλα στην πείνα, ακόμη και τα κεραμύδια και τώρα, ένα ολόκληρο χρόνο ύστερα από την απελευθέρωση, που όλοι μας περιμέναμε μέρες ευτυχισμένες και χαρούμενες γι’ αυτόν και τη φαμελιά του. Είναι πρωτόπειρος στη σκληρότητα της βιοπάλης και σκέφτεται τώρα με το άλλαγμα της εποχής, με τη δουλειά να βολευτεί.
Ένας πιτσιρίκος, παιδάκι 8-10 χρόνων μας κόβει ξαφνικά τη συζήτηση «Είναι σαν τα ρεβύθια» μας λέει και μας ετοιμάζει το χωνάκι, το βλέμμα του, ικετευτικό, μας κάνει να μην του χαλάσουμε το χατήρι. Είναι κι’ αυτό – αδερφάκι του προηγούμενου – απ’ τα παιδιά που δοκιμάζουν απ’ την κοιλιά ακόμη της μάνας τους, μόνο πίκρες και στενοχώριες, μακριά από κάθε παιδική χαρά. Ξεκινά πολύ πρωί για έξω, πολλές φορές μακριά, μέχρι τα χωριά. Το εμπόρευμά του το μαζεύει ο ίδιος πάνω απ’ τις τσικουδιές κι’ ύστερα μπορείς να τον συναντήσεις όπου φανταστείς. Στα μαγαζιά, στους δρόμους, στα καφενεία παντού όπου υπάρχει ζωή. Ξυπόλητο και κακοντυμένο το ρωτάμε αν έχει παπούτσια και άλλα ρούχα να φορέσει. Έχω μας απαντά αλλά μόνο για τις σκόλες.
Και το χειμώνα; Έτσι λίγο-πολύ σ’ αυτά τα χάλια συναντούμε κι’ άλλα, κι’ άλλα παιδιά που ξημεροβραδιάζονται στους δρόμους για να νικήσουν τις δυσκολίες της ζωής. Τα συμπαθητικά λουστράκια, οι λαχιοπώλες, οι τσιγαράδες του δρόμου, οι εφημεριδοπώλες κι’ ένας σωρός άλλα. Πολλά, τώρα με το άνοιγμα του σχολειού, αφήνουν τη δουλειά τους και πάνε εκεί, ίσως… για να μάθουν να βάζουν μόνο την υπογραφή τους. Τα θρανία έτσι όπως τα κατάντησαν δεν σηκώνουν όλα τα παιδιά. Η μόρφωση σήμερα είναι προνόμιο των λίγων. Άλλα πάλι, το πρωί πάνε σχολιό και το βράδυ πάλι στη δουλειά, για να μη βαραίνουν τις οικογένειές τους και με «περιττά» έξοδα, όπως αυτά του σχολειού. Τα πιο πολλά όμως είναι αγράμματα, ακόμα ξυπόλητα, γυμνά και καχεχτικά. Κι’ όμως θάπρεπε να βρίσκονται σε κάποια καλύτερη μοίρα, όχι από έλεος, αλλά γιατί τους αξίζει, αλλά και για το καλό ολόκληρης της κοινωνίας. Γιατί δυστυχώς πολλά, μακριά από κάθε επίβλεψη του γονιού, που κι’ αυτός κάθε μέρα τραβά για το μεροκάματο, ή του σχολείου, έχουν πάρει ένα στραβό δρόμο, που τον βλέπεις συνήθως στο απότομο και αυθάδικο ύφος τους. Ο στρατός αυτός των μικρών βιοπαλαιστών, που αύριο θα γίνουν οι πολίτες της πατρίδας μας θέλουν προστασία, θέλουν βοήθεια, γιατί έχουν κι’ αυτά αναφαίρετα δικαιώματα πάνω στο γέλιο και τις χαρές της ζωής. Πρέπει να περιοριστούν από τους δρόμους, με τις ύποπτες τις πιο πολλές φορές δουλειές τους, να μορφωθούν, να ντυθούν, να παπουτσωθούν.
Αλλά για να επιτύχουμε στο μεγάλο τούτο σκοπό, χρειάζεται κοινωνική δικαιοσύνη, που μόνο με τον αγώνα μας θα καταφέρουμε.


Πηγή: Εφημερίδα "ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ", 1945

Γιάννης Ζωφός



  © 2011 - 2024 vasileoniko.gr
Κατασκευή : Φώτης Φραγκάκης