Ο Παπά Τρύφος (μέρος 1ο)
Το τρίτο παιδί του μαστρο-Ηρακλή και της κυρά Δέσποινας ήταν επιτέλους αγόρι.
Τα πρώτα παιδιά τους πέθαιναν, και η κυρά Δέσποινα παρακαλούσε τους Αγίους ολόθερμα να βοηθήσουν να τους στεριώσει παιδί. Τα παρακάλια της ήταν θερμά. Τόσο δε θερμά ώστε τα επισφράγισε και με ένα τάμα. Ένα τάμα στον Άγιο Τρύφο.
“Άγιε μου Τρυφάκη μου”, τον παρακάλεσε γονατιστή, “και θαυματουργέ μου κάμε μού το, το θάμα σου, και εγώ στ’ ορκίζομαι να το βαφτίσω, να το βγάλω Τρύφο και να το κάνω παπά σα μεγαλώσει στη χάρη σου”.
Έτσι, όταν γεννήθηκε το παιδί, η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Και εκείνο μεγάλωνε και άκουγε συνεχώς μέρα και νύχτα πως ήταν ταμένο να γίνει παπάς και να υπηρετήσει τον Άγιο Τρύφο. Σαν παιδάκι ξένοιαστο δεν έπαιξε, δεν σκαντάλεψε. Μα, και αν αποκοτούσε κάτι τέτοιο, δεν προλάβαινε να χαρεί, γιατί αμέσως το πρόφθανε η προσταγή της Μάνας του. “Φρόνιμα γιέ μου, μη ξεχνάς αγοράκι μου τον ιερό προορισμό σου. Πρέπει γιέ μου, πρέπει σου το λέγω και σου το ξαναλέγω από τώρα γιέ μου, μια μέρα σαν μεγαλώσεις να φορέσεις ράσα να γίνεις παπάς”.
Σα νέος ο Τρύφος δεν χάρηκε τίποτα. Άκουγε πάντοτε και ξανάκουγε “Γιε μου εσύ σοβαρός να είσαι, νάχεις την ευχή μου και τη χάρη του Αγίου Τρύφου. Μην ξεχνάς, ούτε μα ούτε στιγμή να σε χαρώ πως σ’ έχω ταμένο στον Άγιο να τον υπηρετήσεις” και πως ακόμα ότι αυτό ήταν και το θέλημα του Αγίου και του Θεού. Και διηγείτο το πως και το γιατί ο Νονός του του έδωσε το όνομα Τρύφος, χωρίς να γνωρίζει ο άνθρωπος το τάξιμο των γονιών του. Και το σημαντικότερο, ήταν καλογερόπαπας από την Καλλιμασιά.
Ο Τρύφος έτσι πια μεγάλωσε, πήγε στρατιώτης γύρισε και ζούσε αγρότης στα κτήματά τους και το περιβόλι τους. Τα νιάτα του με τη σκέψη του μπερδεμένη ανάμεσα στα θεία και τα εγκόσμια. Καταγινότανε με τα εκκλησιαστικά και έψαλλε από παιδάκι στο αναλ’ογιο, δίπλα στο δεξιό ψάλτη, σ’ όλα τα ερημοκλήσσια του Κάμπου, τις Κυριακές και τις γιορτές.
Υπηρέτησε την εκκλησία και σαν ψάλτης και σαν επίτροπος και σαν εκκλησάρης και τέλος σαν Παπάς.
Τα της εκκλησίας τα ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά. Για πολλά χρόνια χρημάτισε ψάλτης δεξιός του Αγιού Γιάννη Αμέρη και έψαλε με πάθος, με το σύστημα της Βυζαντινής Μουσικής από μεράκι, νύχτα μέρα.
Όταν η Μητέρα – θυμάμαι – μας ξυπνούσε μικρά παιδιά, τις Κυριακές, για να πάμε στην εκκλησιά, και εμείς δυστροπούσαμε γιατί λυπόμαστε να χάσομε την γλύκα του πρωϊνού ύπνου, η μητέρα γκρίνιαζε: “’Αντε, καλέ παιδιά, σηκωθείτε πια. Επάνω ο ήλιος μεσουράνησε, εσείς στην απόλυση θα πάτε;” Και όταν γυρίζαμε με το αντίδωρο στο χέρι, η πρώτη της κουβέντα ήτανε “που βαστούσε η λειτουργιά;” Και εμείς σοβαρά σοβαρά της απαντούσαμε. “Στο τεριρέμ ρεριρέμ του Θείου Τρύφου”.
Το τερέριζε λιγάκι παραπάνω από μεράκι και από οίστρο ο καημένος!
Ερχότανε και κάθιζε οκλαδόν έξω από το εξοχικό μας τα καλοκαίρια πούμασταν εκεί καταγής, όπου λάχαινε, και με την ίδια άνεση πάντοτε επάνω στο αφράτο χώμα και επάνω στο βολοσήκωμα και προ παντός πάντοτε με την ίδια χαιρετούρα. “Ώρα καλή από μέσα ήντα χαμπάρια”; Και άρχιζε να μας μιλά για όλα τα παγκόσμια νέα, τα τοπικά νέα, τα νέα της περιοχής, και τελικά κατέληγε πάντοτε με πίκρα στον καημό του.
“Εγώ καλέ”, έλεγε στη Μητέρα, “είμαι άρρωστος. Δεν είμαι καθόλου καλά. Πήγα στο γιατρό και μου έδωσε φάρμακα. Μου είπε να κάνω αναλύσεις για ζάχαρο και αμοιβάδες”.
“Λέω”, μονολογούσε, “μήπως ό,τι έχω είναι καμμιά προειδοποίηση από Θεού; Ζαλίζομαι τακτικά, πονώ εδώ πονώ εκεί και εκεί. Λέω και του γιατρού μπας βρε γιατρέ και έχω τίποτες σοβαρότερο, να είναι κανένα κακό πράγμα μαθές και μου το κρύβεις;”
“Όχι, όχι” με διαβεβαίωσε. “Τίποτα κακό. Όμως εγώ προς ώρες απογοητεύομαι και διερωτώμαι. Από Θεού βασανίζομαι. Το θέλημα βλέπεις από τη μια και το τάμα από την άλλη να γίνω λοιπόν παπάς ή να μην γίνω;
Σκέπτομαι όλο αυτό το πράγμα και βασανίζομαι, έρχονται στιγμές που δεν ξέρω τι ν’ αποφασίσω και τι διάβολο να κάνω. Έτσι μούρχεται στην απελπισία μου να πατήσω τον όρκο της Μάνας μου, ήμαρτον Χριστέ μου και παναγιά μου. Ακόμα μούρχεται να πω και καμμιά μαύρη κουβέντα, μα δεν θέλω να βαρύνω την ψυχή της.
Μα και αυτή η ευλογημένη πού ξανακούστηκε να με τάξει, χωρίς ξανά να με ρωτήσει. Πράγματα είναι καλέ αυτά; Ακούς εκεί πριχού γεννηθώ να κάνει κουμάντο του λόγου της τη ζωή μου και να μπερδέψει και την ψυχή μου; Αχ, καλέ Άγιε Γιαννάκη μου αποκεφαλιστή μου, ήθελα νάξερα με ποιό δικαίωμα η Μάνα μου έκανε αυτό το πράγμα;
Έρχονται πάλι στιγμές που σκέπτομαι και λέω. Μωρέ μπας και ό,τι έχω είναι προειδοποίηση Θεού, για να γίνω οπωσδήποτε παπάς; Είναι βλέπεις και αυτή η συμπτωματική περίπτωση του Νονού μου. Μου δήλωσε ότι το θάμα το κάνει η Παναγιά, αφού ύστερα από μένα απόκτησεν και άλλα παιδιά, τ’ αδέλφια μου. Τα ζυγίζω που λες όλα. Και μια κλίνω από εδώ και μια από εκεί. Βλέπεις είμαι κι εγώ άνθρωπος. Θέλω να παντρευτώ να ζήσω με παιδιά, όμορφα στο σπιτικό μου. Μ’ αρέσουν και εδωνά που τα λέμεν οι παχουλές και οι αφράτες, μ’ αρέσουν οι άσπρες και οι ξανθές κόρες. Πάω που λες να σκάσω”.
“Μα αυτά που λες, βρε Τρύφο”, του απαντούσε η Μητέρα, “γίνονται. Κάμετα σαν άνθρωπος και ύστερα γίνεσαι κληρικός”.
Δίκιο έχεις, τα σκέπτομαι και εγώ έτσι. Πάω να σκάσω ώρες ώρες, σαν σκέπτομαι πως τίποτες δεν χάρηκα μ’ αυτό τον όρκο της Μάνας μου και πέρασα τα νιάτα μου μέσα στην κόλαση. Έχω βλέπεις και αυτόν τον διάολο που όλο με κουντά να πατήσω τον όρκο της Μάνας μου. Συνεχώς μέσα στην κεφαλή μου την ακούγω να μου λέει “ Βρε ούριε δικός σου είναι ο όρκος; Της Μάνας σου είναι” έτσι βαρυγκομώ και εγώ πάνω στην ψυχή της και τα βάζω στο τέλος μετανιωμένος με εδεκείνο τον διάολο που με κουντά. Τον παλιοκερατά, έρχονται στιγμές πού 'μαι στο χείλος της αβύσσου και κιχ να συμβεί πάνω στην κακιά ώρα θα τον αθετήσω τον όρκο της”.
Έτσι περνούσε ο καιρός και ο Τρύφος μ’ αυτά και μ’ αυτά που τον απασχολούσαν και τον βασάνιζαν εζούσε.
Μια μέρα ήλθε χαρούμενος.
Έκατσε κάτω, όπως το συνήθιζε, και μας ανακοίνωσε σε πρώτο περιέργως θέμα. “Ξέρετε βρε παιδάκια μου τι αποφάσισα;
Αποφάσισα που λέτενε να πανδρευτώ και ύστερις να χειροτονηθώ”.
Χαρήκαμε, τον φιλήσαμε και τον χειροκροτήσαμε. Έτσι και έγινε. Παντρεύτηκε, χειροτονήθηκε διάκος, και φόρεσε τα ράσα του Γρηγόρη Κουνερέλου, διάκου της Νέας Μονής Χίου, κάτι που θεωρήθηκε και αυτό θέλημα του Θεού.
Φοίτησε στην ιερατική σχολή Πάτρας, και όταν γύρισε στο Νησί χειροτονήθηκε Παπάς. Ως να τον συνηθίσομε παπά είδαμε και πάθαμε. Μα και εκείνος ως να προσαρμοσθεί καλοναρχούσε για καιρό μ’ ένα παραπονιάρικο σκοπό επάνω στον ίδιο καημό.
“Βαρειά”, έλεγε και ξανάλεγε, “η καλογερική και το κρίμα μου μεγάλο. Εν ηξέρω ήντα ήθελα εγώ να φορέσω τούτα τα φαρδομάνικα και να βάλω πάνω στην κεφαλήν μου μεγάλες έννοιες εγκόσμιες και θείες, που εδωνά που τα λέμενε εν είναι παίξε γέλασε. Βρε δουλειές που τις έπαθα”.
Στην απελπισία του επάνω και στις δυσκολίες που συναντούσε, πήγαινε στην Αγία Σκέπη, στο Μοναστήρι που βρίσκεται επάνω από το χωριό Χαλκειός, και έβρισκε τον πάτερ Κορνήλιο που εθεωρείτο Άγιος άνθρωπος και κληρικός. Τα κουβέντιαζε μαζί του και ο πατήρ Κορνήλιος του συνιστούσε κουράγιο και υπομονή. Τον έμαθε, όπως μας έλεγε, τα Μηνολόγια, και από 1-6 Αυγούστου διάβαζε τους καιρούς, από δε 8-20 Σεπτέμβρη ήξερε πάλι τι Χειμώνα θα έχομε σαν καζαμίας. Του έβαζε και κανόνα. Δηλαδή τιμωρία, άσκηση τρόπον τινά.
Όταν είμαστε το Φθινόπωρο στον Κάμπο για τις ελιές και τη σπορά, μας έλεγε για τους καιρούς. Εφέτος παιδιά μου, έλεγε, θάχομε βαρύ Χειμώνα, θάχομε πολυνεριές, κρύο τσουκτερό με βοριάδες δυνατούς κατά το Μάρτη μήνα, θάχωμε κραΐ (παγετό), και αλοίμονο στα περιβόλια μας. Αχ, πάει και εφέτος στο διάολο ο καρπός. Καλοκαίρι θα ’χομε ζεστό και έψιμο. Πού τα ξέρετε θείε Τρύφο όλα αυτά τον ρωτούσαμε, και εκείνος απαντούσε. Να τούτα τα κουφοβράσματα και οι μαλίτσες μας το λένε.
συνεχίζεται...
Δέσποινα Γ. Μαρή