Δημήτρης Παναγ. Καρασούλης: ένας παλιός συγχωριανός
Αφήγηση του Παναγιώτη Καρασούλη σχετικά με τον πατέρα του Δημήτρη Καρασούλη:
"Ο πατέρας μου, γεννημένος το 1880 στο Βασιλειώνοικο, ήτανε γιος του Παναγιώτη Καρασούλη και της Δεσποινούς Τσικνή. Ο παππούς ο Παναγιώτης είχε έξι αδέλφια: το Νικολό (προπάππους του Παντελή Δανιήλ), το Σταμάτη, τον Κωστή, την Κυριακή, την Αγγερού, και τη Βγερού. Ο πατέρας μου μάς έλεγε συχνά ιστορίες για το σχολείο του. Επί Τουρκοκρατίας λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία στη Χίο, αλλά την συντήρησή τους αναλάμβανε το κάθε χωριό. Ο δάσκαλος ήταν αυστηρός. Εκτός από το τράβηγμα του αυτιού και τους μπάτσους στα μάγουλα, είχε και πιο βαριά τιμωρία. Έβαζε το σκάνταλο μαθητή και μάζευε χαλικάκια. Τα έστρωνε στο πάτωμα και τον έβαζε να γονατίσει πάνω σ' αυτά για πολλή ώρα. Αλλά η τρομερότερη τιμωρία ήταν ο "ακάβαλος". Έβαζε τον άτακτο μαθητή στη ράχη άλλου, μεγαλύτερου, που τον κρατούσε σφιχτά, κι ο δάσκαλος τον εχτυπούσε από πίσω με μια λεπτή βέργα. Έλεγε, το λοιπόν, ο πατέρας μου ότι τελείωσε τη δευτέρα τάξη του Δημοτικού και σταμάτησε το σχολείο. Όταν τον ερωτούσα γιατί σταμάτησε, μού έλεγε την ακόλουθη ευτράπελη ιστορία.
Ο δάσκαλός του πατέρα μου αγαπούσε το ρακί. Μια μέρα, πριν αρχίσει το μάθημα, κάλεσε ένα μαθητή της έκτης τάξης και του έδωσε το μπουκαλάκι του ρακιού, μαζί με το αντίτιμο σε μεταλίκια, και του είπε να πάει στο μπακάλικο του Καθαρή να πάρει το ρακί. Είπε και στον πατέρα μου να πάει μαζί για μεγαλύτερη ασφάλεια. Στο δρόμο ο μεγαλύτερος μαθητής λέγει στον πατέρα μου: "Βρε συ, Δημητράκη, δεν πάμε να πάρομε καρύδια μ' αυτά τα λεφτά, να τα φάμε ; " "Αμέ το ούζο με τι λεφτά θα το πάρομε; " " Tώρα θα δεις", του απαντά, κι ανοίγει το πώμα του μπουκαλιού, που δεν ήτανε διαφανές, και ... κατουρεί μέσα. Αγόρασαν τα καρύδια, κάθησαν κάπου και τα φάγανε. Όταν πήγανε στο σχολείο, μπήκανε στην τάξη, κι ο μεν πατέρας μου στάθηκε κοντά στην εξώπορτα, κι ο άλλος μόλις έδωσε το μπουκαλάκι στο δάσκαλο, πήγε κι εστάθηκε κοντά στο ανοιχτό παράθυρο. Ο δάσκαλος βάζει το μπουκαλάκι στο στόμα του και με την πρώτη ρουφηξιά, βάζει τις φωνές ,"Πιάστε τους!". Ο πατέρας μου ξέφυγε κλείνοντας πίσω του την πόρτα κι ο μεγάλος επήδησε από το παράθυρο. Δεν ξαναπάτησαν στο σχολείο!
Ο πατέρας μου είχε έναν εξάδελφο με το όνομα Παναγιώτης κι ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους. Αυτός είχε και μια αδελφή, την Κυριακή, που πέθανε στα είκοσί της από φυματίωση. Το όνομα αυτής της εξαδέλφης του το έδωσε ο πατέρας μου στην αδελφή μου την Κική, που παντρεύτηκε τον Ηλία Πετράκη. Ύστερα από λίγα χρόνια πέθανε κι ο Παναγιώτης, κι ο πατέρας μου έδωσε τ' όνομά του σε μένα. Eπίσης είχε εξάδελφο και το Χαράλαμπο Κοιλιάρη, που τον έλεγε Κουριάλη. Ήταν και κουμπάροι - ο Χαράλαμπος είχε βαφτίσει τον αδελφό μου το Μιχάλη. Σαν ήτανε νεαρός, ο πατέρας μου επήγε με το Χαράλαμπο και πολλούς άλλους χωριανούς από το Βασιλειώνοικο στην Πόλη, και δούλευαν στους μπαξέδες πλούσιων Ελλήνων ή Τούρκων. Σαν νέοι διασκέδαζαν και πολλές φορές, ζαλισμένοι καθώς ήταν, έκαναν φασαρίες. Τους εμάζευε το καρακόλι το τούρκικο και τους έβαζε στο κρατητήριο. Ευτυχώς, ο Χαράλαμπος ήταν αμαξηλάτης σ' έναν Τούρκο πασά κι έτρεχε και τον έβαζε να μεσολαβεί για να τους ελευθερώσει.
Επίσης με άλλους χωριανούς ξεκίνησε μέσα στον πρώτο πόλεμο να πάνε στην Αμερική. Ο γερο-Λαγούτης, το αφεντικό του, τού έλεγε: "Δημήτρη, όπου κάθεται καλά και πιο καλά γυρεύει, ο διάβολος του κ... του κουκιά τού μαγειρεύει." Ταξιδεύοντας, λοιπόν, στο κατάστρωμα, σαν ζώα, μεσοπέλαγα του Ατλαντικού, τούς είπαν να φορέσουν σωσίβια γιατί φάνηκε υποβρύχιο. Τότε ένας χωριανός Βασιλειωνοικούσης έκλαιγε κι έλεγε του πατέρα μου: "Βρε συ Δημήτρη, για φαντάσου πως επληρώσαμε για να πνιγούμε... " 'Oταν επλησίασαν το υποβρύχιο, το μικρό κανόνι του βαποριού άρχισε να πυροβολεί. Αλλά σύντομα το κατάλαβαν πως δεν ήταν υποβρύχιο, αλλά μια τεράστια φάλαινα! Όταν φτάσανε στο Καστιγκάρι, αφού τους εξέτασαν, τους έστειλαν να δουλέψουν εκεί που φτειάχνανε σιδηροδρομικές γραμμές, στο Πίτσμπουργκ. Μένανε πολλοί μαζί, μέσα σ' ένα καμαράκι χωρίς αποχωρητήριο, μπάνιο, ή νερό. Τότε θυμήθηκε τα λόγια του γερο-Λαγούτη... Αργότερα, μπήκε κάτι στα μάτια του πατέρα μου και κόντεψε να χάσει το φως του. Είδε ένα βράδυ στον ύπνο του τους Αγίους Αναργύρους των Θυμιανών που του είπαν: "Θα σε κάνομε καλά, αλλά να γυρίσεις πίσω στην πατρίδα." Κι έτσι γύρισε πίσω, στο τέλος του 1919."
20 Ιανουαρίου 2019
Σοφία Καρασούλη